Όταν του κόσμου ο βασιλιάς οδεύει προς τη δύση
και πέφτουν οι εκατόπηχες σκιές του Ακροκορίνθου
στ` απόγκρεμα και στα ριζά του τιμημένου κάστρου
κι έρχεται απρόσμενα πυκνή η δειλινή αποσκιούρα,
τότε ξυπνάνε στο βουνό οι μνήμες κι οι νεράιδες,
κι ακούς τη νύχτα κλάματα, θρήνους και μοιρολόγια
παιδιών, αντρών και γυναικών, που αέναα σαλεύουν
στο περιγύρι του καστριού, λες και σε ξόδι πάνε...
Μα πλειότερον ο καλπασμός μακραντηχάει αλόγου,
που καβαλάει ο Σγουρός με τη γλυκιά του Ρήνα,
σκορπώντας γύρω μουσική μιας θείας λιτανείας...
Κι άλλοτε έρχεται κοντά κι άλλοτε ξεμακραίνει,
καθώς ο αφέντης του Αναπλιού περιπολεί στο κάστρο,
να το κρατήσει λεύτερο απ` της Φραγκιάς τα χέρια.
Τότε γερόντοι και γριές και τωρινοί αντρειωμένοι,
σε συντυχιάν συνάζονται και μόλογο αρχινάνε
και τρέχει ο νους τους άνεμος, οχτώ αιώνες πίσω,
τότε, που βουλήθηκανε οι Φράγκοι να πατήσουν
το θέμα το ελληνικό και τον τρανό Μορέα. [...]
Το έπος `Λέων Σγουρός` εκτυλίσσεται σε δύο επίπεδα: στην ιστορική πορεία του Λέοντα Σγουρού, που αρχίζει το 1200 από το Ναύπλιο και καταλήγει στον πτώση του από τον Ακροκόρινθο, τον Ιούλιο του 1208. Και το δεύτερο αφηγείται την ερωτική ζωή του Σγουρού με την Κορίνθια κόρη Ρήνα Σαρρή, με την οποίαν ζει, παρά το γεγονός ότι είναι παντρεμένος με την Ευδοκία κόρη του Αλέξιου Γ`. Ο γάμος του με την Ευδοκία υπήρξε συμβατικός και εξυπηρετούσε τους σκοπούς και του Σγουρού και του Αλέξιου Γ`. Στο τέλος, μετά την πτώση του Σγουρού από το κάστρο, η Ρήνα, πέφτει και αυτή στο γκρεμό, παίρνοντας μαζί της και το παιδί του Σγουρού, εγκυμοσύνη, που είχε αποκρύψει από το Σγουρό, λόγω των δύσκολων στιγμών, που περνούσε και επειδή είχε αποφασίσει να του το αναγγείλει στις 20 Ιουλίου, που γιόρταζε ο αγαπημένος της Άγιος Ηλίας, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί ο Λέων έφυγε από τη ζωή στις 17 Ιουλίου 1208. [. . .]