Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) υπήρξε η δεσπόζουσα μορφή στην ελληνική τέχνη σε όλο το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Η επίδρασή του είναι αναμφισβήτητη σε ομοτέχνους αλλά και σε γλύπτες και χαράκτες -ιδίως μετά το 1929 όταν αρχίζει να διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Είναι στην ουσία ο πρώτος "μοντέρνος" στην Ελλάδα της εποχής. Ένας ζωγράφος που ανδρώνεται μέσα στην ατμόσφαιρα της βιεννέζικης πρωτοπορίας και που, στη συνέχεια, εμπνέεται από τον γαλλικό Συμβολισμό καθώς και από την σεζανική μεταϊμπρεσιονιστική οπτική. Ο μοντερνισμός του διαπιστώνεται, πέρα από τα εμφανή αποτελέσματα στο έργο του, από την ευκολία με την οποία πειραματίζεται στις διαφορετικές τεχνοτροπίες της εποχής του: πουαντιγισμός, φωβισμός, εξπρεσιονισμός, κυβισμός.
Ο δικός του μοντερνισμός είναι πολύ κοντά στον ελληνοκεντρικό εκείνον της Γενιάς του Τριάντα, σ` αυτόν δηλαδή του Σεφέρη, του Ελύτη, του Εγγονόπουλου και των άλλων ποιητών και διανοούμενων της εποχής. Με την έννοια ότι συνδυάζει ή, πιο σωστά, αγωνιά στην προσπάθεια να συνδυάσει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης με τις νέες εικαστικές φόρμες που δοκιμάζονται στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα στην Ευρώπη. Έτσι, στα συμβολικά του έργα διακρίνουμε μοτίβα της αττικής αγγειογραφίας, στα θρησκευτικά του, τον επίπεδο χαρακτήρα της βυζαντινής αγιογραφίας (αλλά και τον τρόμο του κενού που χαρακτηρίζει τη λαϊκή τέχνη), στις μεγάλες αλληγορικές ή ιστορικές συνθέσεις του μια διάταξη σε μορφή αρχαίας ζωοφόρου που αναπτύσσεται πάνω σε μια υπερκόσμια "οθόνη" κ.λπ.
Ακόμα κι όταν το έργο του τείνει προς τις κυβιστικές φόρμες, μέσα από την επίμονη ιδεαλιστική, αντιρεαλιστική του ενατένιση του κόσμου, απογυμνώνεται από την ουσία της λογικής του κυβισμού: διατηρεί απλώς μια αυστηρή γεωμετρικότητα ως αισθητικό μοτίβο που αποδίδει αποκλειστικά σχεδόν την αρχαϊκότητα του κόσμου και όχι τον κατακερματισμό του σε νέες ριζοσπαστικές μορφές σύνθεσης.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης, από τους πρωτοπόρους του ελληνοκεντρικού μοντερνισμού, παρουσιάζεται σ` αυτόν τον τόμο μέσα από την ματιά ενός από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς τεχνοκριτικούς, του Αλέξανδρου Γ. Ξύδη.
Άρης Μαραγκόπουλος