Η «Επικούρειος» `Κριτική του γευστικού λόγου` παραπέμπει σκωπτικά στην καντιανή `Κριτική του καθαρού λόγου`, θέλοντας να δείξει ότι το φαγητό, που είναι κατεξοχήν συνυφασμένο με την ύλη, ενέχει πνεύμα φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό. Ότι, πέρα από νοστιμιά, συντροφιά και ευζωία, το φαγητό προσφέρει επίσης πεδίο λαμπρό για ασκήσεις στοχασμού, αισθητικής διανόησης και ενίοτε ιλαρού πνεύματος. Ως εκ τούτου, το βιβλίο αυτό δεν περιέχει συνταγές για αρνάκι καπαμά ή συμβουλές για το πώς να πετύχει η μαγιονέζα, αλλά συνταγές για το πώς μπορούμε να κουβεντιάσουμε για το φαγητό (ενδεχομένως γύρω από ένα καλό φαγητό) με όρους τέτοιους που να μη χρειαστεί να αναγάγουμε τη συζήτηση στη μόνιμη επωδό της άνοστης πλέον κολοκυθόπιτας και του περί ορέξεως. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]