Το να διακρίνουμε ανάμεσα στο σύννομο και το παράνομο είναι σχετικά απλό. Ως κριτήριο χρησιμοποιούμε βασικά ό,τι ορίζεται στους κανόνες της έννομης τάξης. Πώς όμως μπορεί να εκτιμηθεί αν οι κανόνες αυτοί είναι δίκαιοι ή όχι; Μπορούμε να κάνουμε λόγο για άδικη έννομη τάξη; Το πώς μπορούμε να διακρίνουμε γενικά ανάμεσα στο δίκαιο ή το άδικο προϋποθέτει κάποια ιδέα δικαιοσύνης. Ως δικαιοσύνη νοείται χονδρικά ό,τι αναφέρεται στις κανονιστικές αρχές καλής έννομης τάξης και συνάμα δίκαιης κοινωνίας. Ποιες είναι οι κορυφαίες από τις αρχές αυτές; Διαισθητικά οι άνθρωποι της ώριμης αστικής κοινωνίας θα απαντούσαμε πάνω κάτω: η ελευθερία, η ισότητα, η αλληλεγγύη. Μπορούμε άραγε να αιτιολογήσουμε την αξία τέτοιων αρχών στην κοινωνική συνύπαρξη με κάποιον τρόπο φιλοσοφικά δεσμευτικό; Καταφατική απάντηση μπορεί να δοθεί, εφόσον δεχθούμε ότι υπάρχει δυνατότητα αλήθειας και ορθότητας στα ζητήματα του πρακτέου, παρά τη ρευστότητα των αντιλήψεων ως προς αυτά. Η κριτική θεωρία δικαιοσύνης υποστηρίζει ότι μπορούμε κι οφείλουμε να σκεφθούμε τέτοιες αρχές με τα μέσα του ορθού Λόγου, στην προοπτική προόδου για το ανθρώπινο γένος. Τέτοια θεμελίωση είναι κριτική, διότι θέτει η ίδια τις προϋποθέσεις για ίση ελευθερία των ανθρώπων. Η θεώρηση που απαιτείται προς τούτο θα είναι υποχρεωτικά συστηματική και συνθετική, όχι απλή περιδιάβαση στην ιστορία των φιλοσοφικών ιδεών. Για κάτι τέτοιο γίνεται επιτακτικό η πρακτική φιλοσοφία να έλθει σε γόνιμη επαφή με τις επιστήμες του ανθρώπου. Για την κατανόηση του κόσμου αναφοράς των αρχών δικαιοσύνης απαιτείται ιδίως η κριτική φιλοσοφία να αξιοποιήσει την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Διότι το αίτημα για ίση ελευθερία είναι αξεχώριστο από τη δημιουργία ουσιαστικών όρων χειραφέτησης στην ιστορική πραγματικότητα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]