υχαίνει να διαβάζω κάποτε σελίδες από τον Παπαδιαμάντη σε κύκλον αποφοίτων από τ` αθηναϊκά γυμνάσια. Και βλέπω ότι άρχισε κάπως να ξενίζη. Η γλώσσα του, η καθαρεύουσα, δεν είναι απλώς η λεγόμενη "γλώσσα των εφημερίδων". Πολλές λέξεις της δεν τις γράφουν πια ούτε οι εφημερίδες κ` είναι ήδη για το νεαρόν ακροατήριο άγνωστες. Και φοβούμαι, ότι μια από τις απολαύσεις που θα στερηθή η αυριανή νεότης, είναι ότι δεν θα διαβάζη πια Παπαδιαμάντη, καθώς η δική μας η γενεά.
Οι φίλοι της "συντομωτέρας οδού" στην κριτική -όσοι την θέλουν να είναι σαφής ως την τραχύτητα- παρόμοια διατύπωση δεν θα την εύρουν, βέβαια, ικανοποιητικήν. Όσοι δημοτικισταί, θα την χαρακτηρίσουν για σόφισμα ή γι` ανανδρία· όσοι καθαρευουσιάνοι, θα την ονομάσουν αυθάδη επιείκειαν απέναντι σ` έναν μεγάλο συγγραφέα.
Μα, προκειμένου τουλάχιστον για τον Παπαδιαμάντη, δεν βλέπω τι καταλληλότερο και κατηγορηματικώτερο θα ημπορούσε να ειπωθή. Ημπορεί, πιστεύω, να προβλέπη κανείς πως θα χαθή μια απόλαυσις, χωρίς, με τούτο, να παύση να την θεωρή γι` απόλαυση. Κάτι παρόμοιο, έξαφνα, δεν θα έλεγε η γιαγιά μας για έναν από τους παλαιούς χορούς -τους χορούς της εποχής της- παραδείγματος χάριν το μενουέτο; Κ` ημείς, οι εγγονοί της, όταν βλέπωμε να χορεύουν το μενουέτο (μόνον στους ζωγραφικούς πίνακες πια, που κρέμονται στους τοίχους) - και το χορό και το αβρότατο ποίημα των φορεμάτων των χορευτών, θα ημπορούσαμε να της το αρνηθούμε; Όχι, γιατί, αληθινά, το μενουέτο ήταν ένα ποίημα από χάρη, λεπτότητα κ` ευγένεια - που χάθηκε.
Έτσι λοιπόν πρέπει να στοχασθούμε το πράγμα και για τον Παπαδιαμάντη - και συγκεκριμένα, για τη γλώσσα πρώτα-πρώτα του Παπαδιαμάντη. Νομίζω άλλως τε ότι έτσι το εστοχάστηκαν κ` οι προηγούμενοί μας, οι πρεσβύτεροί μας. [...] (Από την έκδοση)