Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται αναμφίβολα σε οικονομικό επίπεδο σ` ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς (βλ. άρθρο 3γ Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση). Εντούτοις η παραπάνω προφανής διαπίστωση δεν εξοβελίζει την παρέμβαση των εθνικών αρχών από την οικονομική διαδικασία. Η πλούσια νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με τα κρατικά μέτρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν άμεσα ή έμμεσα το καθεστώς του ελεύθερου ανταγωνισμού εντός της ενιαίας αγοράς μαρτυρά του λόγου το αληθές. Από την νομολογία αυτή συνάγεται -με μεγαλύτερη ή μικρότερη κατηγορηματικότητα- η δυνατότητα των κρατών μελών να παρεμβαίνουν στην αγορά ιδιαίτερα προκειμένου να εξυπηρετήσουν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.
Οι κρατικές ενισχύσεις αποτελούν την πιο άμεση μορφή κρατικής παρέμβασης στην οικονομική διαδικασία, διότι το κράτος δεν παρεμβαίνει απλώς στη διαμόρφωση των γενικών κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν σε μια δεδομένη αγορά (level playing field), αλλά επιπλέον επηρεάζει με ευθύ τρόπο την υποκειμενική θέση της ωφελούμενης επιχείρησης σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Και σε επίπεδο όμως θεσμικής ισορροπίας μεταξύ κοινοτικών αρχών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και εθνικών αρχών η εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων για τις κρατικές ενισχύσεις (άρθρα 87 έως 89 Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) ενεργοποιεί σοβαρά θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα, ενίοτε δε και σοβαρές τριβές.
Κύριος σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η κριτική παρουσίαση της κοινοτικής νομολογίας και νομοθεσίας σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις με τελικό στόχο την ανίχνευση και προσδιορισμό των ορίων της σχετικής διακριτικής ευχέρειας των εθνικών αρχών να χορηγούν άμεσα ή έμμεσα οικονομικά βοηθήματα στις επιχειρήσεις που υπάγονται στη ρυθμιστική τους αρμοδιότητα. [...]
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]