Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1944, μετά από περιπετειώδεις απορρίψεις από σειρά εκδοτικών οίκων, και δίχασε τους κριτικούς. Κάποιοι υποστήριξαν ότι η νεαρή συγγραφέας βρισκόταν υπό την ισχυρή επίδραση του Τζέιμς Τζόις και της Βιρτζίνια Γουλφ, για τη γλωσσοπλαστική της δεινότητα, το σπάσιμο της συνέχειας του χωροχρόνου και την ενδοσκοπική ματιά της (ενώ η ίδια δεν τους είχε ακόμη διαβάσει), άλλοι τόνισαν το "γυναικείο ταμπεραμέντο" στο γράψιμο (που η Λισπέκτορ δηλώνει εξαρχής μακριά του), κάποιοι άλλοι ανέφεραν πως δεν καταλαβαίνουν καθόλου αυτό το παράξενο έργο με την πρωτόφαντη γραφή, όπου η έμφαση δινόταν όχι στα πρόσωπα αλλά στα αντικείμενα, στα οποία η νεαρή συγγραφέας εμφυσούσε ζωή και τους χάριζε αυτόνομη πορεία.
Γραφή ενδοσκοπική και ψυχογραφική, επικέντρωση στις λεπτομέρειες και τα ασήμαντα περιστατικά της καθημερινής ζωής. Ενδιαφέρον όχι για τα γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά για τον αντίκτυπό τους πάνω στη στάση και την πορεία του ανθρώπου. Τα μικρά καθημερινά περιστατικά προξενούν αισθήσεις στους χαρακτήρες της Λισπέκτορ, που αλλάζουν τις διαστάσεις του περίγυρου -χώρου και χρόνου-, τον αλλοιώνουν, τον γιγαντώνουν ή τον σμικρύνουν κατά περίσταση, περνώντας στη σφαίρα του φαντασιακού, του μαγικού, του μυστηρίου.
Ένα μυθιστόρημα αναλλοίωτο από το χρόνο, που επιτέλους κυκλοφορεί και στη γλώσσα μας.
Η έκδοση συνοδεύεται από εκτενές Επίμετρο.