Το "ρυθμιστικό" δίκαιο για τις υπό απελευθέρωση κοινωφελείς υπηρεσίες αμφισβητεί κρίσιμες παραδοχές της ελληνικής έννομης τάξης, όπως η τριχοτόμηση της δημόσιας εξουσίας και το μονοπώλιο της κρατικής κυριαρχίας. Αλλοιώνει επίσης τα χαρακτηριστικά της κελσενικής/κανονιστικής και της βεμπεριανής/οργανωτικής πυραμίδας, στις οποίες στηρίχθηκε μέχρι σήμερα το ηπειρωτικό δημόσιο δίκαιο. Πρεσβεύει μια "άλλη" αντίληψη για το κράτος δικαίου, η οποία δεν ταυτίζεται με τις παραδοσιακές θεωρήσεις για τα δύο συνθετικά της έννοιας αυτής, το Κράτος και το Δίκαιο. Αποτελεί το πεδίο στο οποίο κατεξοχήν υποχωρεί η εθνική ιδιαιτερότητα, μέσα από το δανεισμό ή τον αντιδανεισμό νομικών στοιχείων μεταξύ περισσότερων έννομων τάξεων. Στην Ελλάδα, είναι προϊόν μιας ήπιας "αμερικανοποίησης", ενός έντονου "εξευρωπαϊσμού" και μιας προϊούσας παγκοσμιοποίησης του νομικού φαινομένου.
Οι θεσμοί και οι κανόνες μέσω των οποίων οργανώνεται η δημόσια ρύθμιση των υπό απελευθέρωση κοινωφελών δραστηριοτήτων συνθέτουν ένα ius commune με έντονες υπερεθνικές καταβολές. Το «ρυθμιστικό κοινοδίκαιο», έχει τρεις όψεις, μια θεσμική, τις ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές, μια κανονιστική, τους κανόνες για τη δημιουργία ελεύθερης αγοράς (οικονομική ρύθμιση) και την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (κοινωνική ρύθμιση), και μια δικονομική, η οποία συνίσταται στην επίλυση των ρυθμιστικών διαφορών. Το δίκαιο αυτό εφαρμόζεται σήμερα σε συγκεκριμένους τομείς - ενέργεια, ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ταχυδρομεία, μεταφορές, ραδιοτηλεόραση - αναμένεται όμως να μεταφυτευθεί και σε άλλες δραστηριότητες γενικού ενδιαφέροντος.