"Κι όμως, όμορφα...", ένας μάλλον ιδιόρρυθμος τίτλος για ένα βιβλίο που υπερβαίνει τις συνήθεις ταξινομήσεις. Μυθιστόρημα; Συλλογή διηγημάτων; Συλλογή βιογραφιών; Δοκίμιο; Ή μάλλον "ποιητικό δοκίμιο"; Το κομψοτέχνημα του Τζεφ Ντάιερ φέρει τον υπότιτλο "Ένα βιβλίο για την τζαζ". Aν ήθελε κανείς να γίνει πιο περιγραφικός, θα έλεγε ότι ο Ντάιερ έγραψε ένα βιβλίο "για την ψυχή της τζαζ".
Λέστερ Γιανγκ, Θελόνιους Μονκ, Μπαντ Πάουελ, Μπεν Ουέμπστερ, Τσαρλς Μίνκους, Αρτ Πέπερ, Ντιουκ Έλινγκτον, Ντίζι Γκιλέσπι...: ο συγγραφέας φιλοτεχνεί πορτρέτα δημιουργών που σφράγισαν με τη μουσική τους την εξέλιξη της τζαζ. Το ρήμα "φιλοτεχνεί" χρησιμοποιείται στην κυριολεξία του· ο Ντάιερ δεν παραθέτει απλώς βιογραφικά στοιχεία, ούτε αναπτύσσει με τη γλώσσα του μουσικοκριτικού κάποιες θεωρητικές απόψεις για το έργο τους, αλλά καταφεύγει στη μυθοπλασία και στην ποιητική γλώσσα για να μπορέσει να αναπλάσει τον βιωματικό χώρο στον οποίο γεννήθηκε η μουσική τους. Αποδεχόμενος ότι η τυπική κριτική, ως διαμεσολαβητής μεταξύ του δημιουργού και του ακροατή, λειτουργεί συνήθως ως ένα απλό υποκατάστατο που αδυνατεί να αναδείξει την ουσία, την ψυχή του έργου, ο Ντάιερ μιλάει για την τζαζ με τον τρόπο του δημιουργού, συνδυάζοντας την κριτική και τη μυθοπλασία.
Ο Ντάιερ "γράφει" σαν ένας μουσικός της τζαζ: η πρώτη ύλη που χρησιμοποίησε είναι ρήσεις μουσικών, πληροφορίες για τη ζωή τους από διάφορες πηγές, μα και φωτογραφίες μουσικών στη σκηνή. Αυτές είναι οι "σταθερές" του, που λειτουργούν όμως ως αφετηρία ενός δημιουργικού αυτοσχεδιασμού ο οποίος τον οδηγεί στο χώρο της μυθοπλασίας, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας μουσικός της τζαζ στηρίζεται στις "σταθερές" της μουσικής του παράδοσης για να αυτοσχεδιάσει. Αποκαλυπτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί το φωτογραφικό υλικό: "παρόλο που απαθανατίζει μόνο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, η βιωμένη διάρκεια της εικόνας επεκτείνεται αρκετά δευτερόλεπτα πριν και μετά από αυτή την ακινητοποιημένη στιγμή για να συμπεριλάβει [...] ό,τι μόλις συνέβη ή ό,τι πρόκειται να συμβεί..." Ο Ντάιερ μετασχηματίζει λοιπόν εικόνες, ήχους και πληροφορίες σε τέχνη του λόγου για να βοηθήσει τον αναγνώστη -που κάποιες στιγμές νιώθει ότι γίνεται ακροατής, ότι "διαβάζει ήχους"- να αφουγκραστεί την ψυχή του Λέστερ Γιανγκ, του Θελόνιους Μονκ ή του Μπαντ Πάουελ, να "ακούσει" την ψυχή της τζαζ.
Στα Επιλεγόμενα του βιβλίου ο Ντάιερ περνάει από το χώρο της μυθοπλασίας στο χώρο του θεωρητικού λόγου προσφέροντας στον αναγνώστη ένα άρτιο δοκίμιο για την εξέλιξη της τζαζ, για το παρελθόν και το παρόν της, και αναπτύσσοντας το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο μπορεί να προσεγγίσει το κυρίως "μυθοπλαστικό" κείμενο. Επίσης στα παραρτήματα ο συγγραφέας παραθέτει τις πηγές του αλλά και επιλεγμένη δισκογραφία όλων των μουσικών που εμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου του.
Το 1992 το "Κι όμως, όμορφα..." τιμήθηκε με το Βραβείο Somerset Maugham τη βρετανικής Εταιρείας Συγγραφέων.