«Ύστερα, τις ειδυλλιακές αυτές εικόνες, τα παραδείσια τοπία, τα διαδέχονταν ξαφνικά δαντικές σκηνές από τις `όχθες της κόλασης`, όπως ονόμαζε τον τόπο που αντίκρυζε για μήνες, νύχτα και μέρα, από τη σκοπιά της γέφυρας. Τότε ήταν που για πρώτη φορά μου πέρασε η ιδέα πως ίσως να επρόκειτο για κάτι περισσότερο από μιαν απλή νατουραλιστική περιγραφή των Δημόσιων Σφαγείων, με τις δύο άθλιες χαμοκέλες που τα περιστοίχιζαν· πως ίσως να μην ήταν παρά μια ζοφερή αλληγορία της δικτατορίας, για να εκφράσει έτσι τη φρίκη και την απελπισία του για την `εφιαλτική φυλακή` που τον περίμενε, όταν σε λίγες μέρες θα πετούσε από πάνω του τις βασιλικές κορόνες και το μισητό εθνόσημο - το απαίσιο `πουλί της χούντας`. Είναι καιρός πια να σφραγιστεί η παλιά ιστορία, και η στερνή γραφή του Άλκη να κλείσει αυτή την ταπεινή `μπαλάντα των ημιονηγών της δικτατορίας` - εκείνων που ως σήμερα δεν βρήκαν τον καιρό να μιλήσουν ή που δεν θέλησαν ποτέ να μιλήσουν».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]