Δεν μεταφράζεις εύκολα τον «Καλιγούλα» του Albert Camus. Πρέπει να έχεις χτυπηθεί κι εσύ σε μια ανύποπτη στιγμή -έτσι καθώς κατεβαίνεις από κάποιο λεωφορείο ίσως ή φέρνοντας το φλιτζάνι του καφέ στα χείλη, κοιτάζοντας μια χιλιοϊδωμένη διαφήμιση- απ` τον κεραυνό. «Οι άνθρωποι πεθαίνουν και δεν είναι ευτυχισμένοι». `Η από τον άλλον, εκείνον που καθώς πέφτει βλέπεις: «Όλο και λιγοστεύουν οι άνθρωποι γύρω μου, παράξενο...» Αυτοί που «σκοτώσαμε» ξεχνώντας να τους αγαπήσουμε, αυτοί που έφυγαν χωρίς ποτέ να μάθουν πόσο τους είχαμε αγαπήσει. Για όποια αιτία. Λιγοστεύουν. Πρέπει νάχεις ζήσει και συ την απελπισία της ερήμου του Camus, αυτής που αγγίζει η θάλασσα της Αφρικής και της άλλης. Της γνωστής της άλλης... Και νά` χεις νιώσει την ανάγκη να τη σταματήσεις την απελπισία αυτή. Με την εκδίκηση, γιατί σου αρνήθηκε όποια δροσιά ή με την πίστη πως κάπου, κάποια μέρα, η όαση με τις φοινικιές θα σε περιμένει. Θέλω να πω, πως κοιτάζοντας ξανά τη μετάφραση αυτή, του 1963 με 1965, που η πιο πολλή έγινε στο καυτό καλοκαίρι, εκεί στην Αίγυπτο, πως δε φτάνει να ξέρεις Γαλλικά, και τα πιο φίνα, για να μεταφράσεις τον «Καλιγούλα». Καθόλου δε φτάνει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]