Η ιστορική γραμματική της αρχαίας Ελληνικής περιλαμβάνει δύο μέρη, τη Φωνητική που εξετάζει την προφορά και την ιστορική εξέλιξη των φθόγγων, και τη Μορφολογία ή Τυπικό, της οποίας αντικείμενο είναι η κλίση και η παραγωγή και η σύνθεση. Το πρόβλημα της προφοράς των φθόγγων της αρχαίας Ελληνικής τίθεται για πρώτη φορά στη Δύση τον 15. και 16. αιώνα, όταν πολλοί Έλληνες λόγιοι, ιδίως μετά την άλωση της Πόλης στα 1453 αλλά και πριν από αυτήν, καταφεύγουν στην Ευρώπη και διδάσκουν τα ελληνικά γράμματα και συμβάλλουν έτσι στην αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών. Οι λόγιοι της Δύσης λοιπόν διδάχτηκαν τα αρχαία ελληνικά κείμενα με τη βυζαντινή τους προφορά, που ταυτίζεται με τη σημερινή νεοελληνική προφορά· γρήγορα όμως αντιλήφθηκαν ότι η προφορά των φθόγγων της αρχαίας Ελληνικής πρέπει να ήταν διαφορετική από τη βυζαντινή, γιατί η μεγάλη ποικιλία λ.χ. για την παράσταση του [ί] με η, υ, οι, ει, η, υι θα ήταν περιττή πολυτέλεια της αρχαίας Ελληνικής, εάν δεν υπήρχε ειδικός λόγος, δηλαδή δεν αντιστοιχούσε το καθένα από τα γραφήματα αυτά σε διαφορετικό αρχικά φθόγγο. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]