Το έργο αυτό γράφτηκε με κάποιες φιλοδοξίες. Μία από αυτές - ίσως η βασικότερη - ήταν να βοηθήσει τον αναγνώστη να γνωρίσει την αρχαία Αθήνα. Η ενέργεια, όμως, του «γνωρίζειν» έχει πολλές διαβαθμίσεις. Όταν λέμε ότι γνωρίζουμε έναν άνθρωπο, αυτό δεν σημαίνει ότι εξάπαντως τον ξέρουμε. Υπάρχει πάντα ένα απροσδιόριστο βάθος που μας διαφεύγει. Το ίδιο συμβαίνει και με έναν τόπο και με τον κόσμο στον οποίο κάποτε ζήσαμε. Κάθε βιβλίο ιστορίας που διαβάζουμε, με σκοπό να τον «πλησιάσουμε» είναι σαν μια φωτογραφία. Έχουμε δει άπειρες φωτογραφίες που εικονίζουν τον Παρθενώνα. Σε όλες σχεδόν αναγνωρίζουμε το μνημείο αλλά σε καμμιά το μνημείο δεν είναι ίδιο, επειδή καμμιά φωτογραφία δεν είναι ακριβώς ίδια με την άλλη. Κάθε φωτογραφία - κι αυτό φαίνεται περισσότερο σ’ ένα ζωγραφικό πίνακα - έχει κάτι προσωπικό, έστω κι αν το εικονιζόμενο αντικείμενο επιβάλλεται κυριαρχικά.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]