Συνεχίζοντας με μόνες τις δυνάμεις μου την προσπάθεια που έχω αναλάβει εδώ και τέσσερες σχεδόν δεκαετίες και αναλύοντας μέσα στο κελί της εργασίας μου, της μοναξιάς και της συλλογής, τα στοιχεία της συμπεριφοράς των Νεοελλήνων και της δομής της κοινωνίας τους, τα πιο σημαντικά στοιχεία για την αυτογνωσία μας, παραδίδω τώρα στο κοινό τον Ε΄ τόμο της "Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού" που πραγματεύεται τα χρόνια 1813 ως τα 1822 της Ελληνικής Επαναστάσεως, που έχει μελετηθεί περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο της νεοελληνικής Ιστορίας, χωρίς όμως ν` αναστηθεί σε αντάξιο προς τη σημασία της συνθετικό έργο με την ζεστή παρουσία των ανθρώπων της, του κύριου αντικειμένου της Ιστορίας. Η απουσία τους μάλιστα είναι το χαρακτηριστικό σημάδι των περισσότερων ιστορικών έργων και της προχειρότητας, με την οποία αυτά γράφονται.
Με την εποχή της Επαναστάσεως είχα αρχίσει ν` ασχολούμαι από τα πρώτα κιόλας χρόνια της επιστημονικής μου σταδιοδρομίας, από το 1935-1948, διερευνώντας σε ειδικές μονογραφίες βασικά κοινωνικά θέματα των χρόνων εκείνων, όπως π.χ. των χιλιάδων προσφύγων, των αιχμαλώτων, της δομής της κοινωνίας, της ψυχολογίας τον επαναστατημένου λαού, της τακτικής των στρατευμάτων κ.λ., σε μια εποχή, κατά την οποία μόνο τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα θεωρούνταν ακόμη στον τόπο μας τα κύρια αντικείμενα της ιστορίας.
Στον νέο τώρα τόμο της "Ιστορίας τον Νέου Ελληνισμού", εκμεταλλευόμενος τα πορίσματα των εργασιών μου εκείνων, καθώς και των κατοπινών μου κυρίως δικών μου πολυετών αναζητήσεων και σημειώσεων, καταγραμμένων σε χιλιάδες δελτία, άλλα και τα στοιχεία που προσήγαγε ως τώρα η έρευνα άλλων επιστημόνων, ή ιχνηλατώντας άλλα -αληθινά πολύτιμα πετράδια- που ελάνθαναν σε ποικίλες και σχεδόν ανερεύνητες συλλογές εγγράφων ή και απρόσιτες πηγές και βοηθήματα Ελλήνων και ξένων, προσπαθώ να δώσω μια ανανεωμένη σφαιρική εικόνα της εποποιίας τον ελληνικού λαού όσο το δυνατόν πιο πλήρη, με συστηματική τάση διεισδύσεως στην ψυχολογία των προσώπων και των μαζών, ν` απομονώσω όσο το δυνατόν το υποκειμενικό στοιχείο και ν` αφήσω την ίδια την Ιστορία να μιλήσει μόνη της. [...]
(από τον πρόλογο του συγγραφέα)