«Η αθυμία που κυρίευσε τον ελληνικό κόσμο την επαύριον της ήττας του 1897 ήταν τόση, ώστε η έλευση του νέου αιώνα να περάσει απαρατήρητη. Ωστόσο, πρωτόγνωρη ήταν μόνο η διάρκεια και η έντασή της. Με την ίδρυση σχεδόν του ελληνικού κράτους, οι Έλληνες επιδόθηκαν επί δεκαετίες στη φιλοτέχνηση μιας πολύ ζοφερής αυτοεικόνας, που δεν την καταργούσε αυτομάτως η προβλέψιμη αισιοδοξία της νεοπαγούς εθνικής τους ταυτότητας: η πίστη στην παλαιότητά της, πρώτον, κι έπειτα η πίστη στο μέλλον της φυλής, η αλαζονεία απέναντι στα γειτονικά έθνη και `εθνάρια`, το κατά καιρούς ακατάσχετο εθνικό παραλήρημα. (...) Οι μετέπειτα εξελίξεις που σφράγισαν τη μοίρα των Βαλκανίων (Επανάσταση των Νεοτούρκων, Βαλκανικοί Πόλεμοι) ή ειδικότερα της Ελλάδας (Γουδί), ευνόησαν τη γενναιόδωρη ανάγνωση της ελληνικής ήττας ως απαρχής ενός νέου ξεκινήματος. Και χωρίς αυτές όμως η περίοδος του πένθους έπρεπε κάποτε να λήξει». (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]