Είδα [τον Σικελιανό] για πρώτη φορά να στέκεται στον καυτό ήλιο έξω από την πόρτα μου. Αλλά οι ακτινωτές αντανακλάσεις από τη διψασμένη γη και τους πέτρινους τοίχους, συνήθως σκληρούς και αστραφτερούς, είχαν ξαφνικά απορροφήσει ένα φως που δεν ήταν καθόλου ακτινοβόλο. Ο Άγγελος φαινόταν να αισθάνεται άνετα σα να του ήταν οικεία η έντονη φωτεινότητα. Ακόμα κι όταν πέρασε μέσα από τη ζώνη του φωτός στο κέντρο του δωματίου προς τη σκιά της άκρης, διατηρούσε τη λάμψη που στην αρχή φαινόταν μονάχα σαν αντανάκλαση του ήλιου στα μαλλιά του. Ήταν αρκετά χλομός και φανερά δροσερός παρά την έντονη ζέστη της αυλής και του έξω δρόμου. Πριν ακόμα έρθει, είχα την εντύπωση ότι ήξερα πολύ καλά το παρουσιαστικό του, αλλά ήταν όπως όταν νομίζει κανείς ότι με τη φαντασία του μπορεί να συλλάβει τα χρώματα της ελληνικής θάλασσας ή τις γραμμές της ή τις γραμμές των ελληνικών βουνών πριν τις δουν τα μάτια του. Όλα τα έθνη, συνέχισε [ο Άγγελος], βρίσκονται σε πόλεμο ή κουβαλούν μέσα τους το σπέρμα του πολέμου εναντίον αλλήλων. Αλλά η κατανόηση ανάμεσά τους κρέμεται από μια ερώτηση που ποτέ δεν αποσαφηνίζεται. Υπάρχουν άραγε στα έθνη, κάτω από τους ανήσυχους αγώνες τους, τις ασήμαντες φιλίες τους, τους κρυφούς και ανοιχτούς ανταγωνισμούς τους, αρχές κοινές για όλα; Υπάρχει σε όλα τα έθνη κάποιος σπόρος σοφίας, όσο κρυμμένος κι αν είναι, που ξεπερνάει σε ζωτικότητα ή δοξασία; Αν υπάρχει, τότε η αποσαφήνιση αυτών των αρχών που περικλείουν την αληθινή σοφία του καθενός, είναι το μοναδικό μονοπάτι προς την κορυφή του βουνού όπου δεσπόζει η ειρήνη. Χωρίς την ύπαρξη τέτοιων αρχών, ολόκληρη η προσπάθεια για ανθρώπινη αλληλεγγύη καταντάει ανοησία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]