Η εμφάνιση του έργου αυτού υπαγορεύεται από μια διπλή αναγκαιότητα: ως πρώτη, κρίνουμε τη συμβολή μας στην υπέρβαση της θεωρητικής καχεξίας η οποία, με την επικράτηση του εμπειρισμού στον χώρο των κοινωνικών επιστημών, έχει προσλάβει απειλητικές διαστάσεις για την ίδια την υπόστασή τους. Εάν δεχθούμε ότι ο θεωρητικός λόγος των κοινωνικών επιστημών βρίσκεται σε κρίση στις χώρες παραγωγής του, τότε δεν θα ήταν υπερβολή να δεχθεί κανείς ότι σε χώρες που απλώς τον καταναλώνουν, όπως η Ελλάδα, η ύπαρξή του είναι οριακή. Ως δεύτερη αναγκαιότητα, θεωρήσαμε την αποκατάσταση της συζήτησης στο ορθό της πλαίσιο, επειδή διαπιστώνουμε ότι η συζήτηση που διεξάγεται χαρακτηρίζεται από σωρεία παρανοήσεων και μηχανιστικών μεταφορών. Αυτό επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της συστημικής θεωρίας, γενικά, και ειδικότερα στη Λουμανική της εκδοχή. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]