Ξύπνημα με δυνατή αίσθηση από τις γωνιές του σπιτιού όπου γεννήθηκα. Ύστερα, θάλασσες άσχημες, θολές, σκοτεινές, κι άλλες διάφανες, κρυστάλλινες.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες, ανάγκη να συναντήσω κάποιον ηλικιωμένο, για τον όποιο με πλημμυρίζει αίσθημα σεβασμού κι αγάπης. Να του μεταδώσω τη συγκίνηση από την επίσκεψη στο σπίτι μου. Συνείδηση ότι αυτό είναι αδύνατον γιατί τι θα ήταν για αυτόν το σπασμένο πλακάκι ή το μπρούτζινο χερούλι στην εξώπορτα κι άλλες γωνιές του που κυλούν στο αίμα μου.
Κι αυτά δεν μεταφέρονται.
Στον παραθαλάσσιο βράχο παιδί πέντε χρόνων, ανάμεσα στον πατέρα και τον οικογενειακό φίλο, να με αγκαλιάζουν στοργικά. Κοιτάμε όλοι τον φακό του χρόνου χαμογελώντας.
Συσχετισμός με μια φράση του βιβλίου που, αν και ξαναδιαβάζω ύστερα από επτά χρόνια, έχω συγκρατήσει από την πρώτη ανάγνωση. Ο Τόνιο Κρέγκερ επισκέπτεται έπειτα από πολλά χρόνια το πατρικό του, που είναι πια δημόσια βιβλιοθήκη:
`...Ένα νευρικό γέλιο ανέβηκε μέσα του, που έμοιαζε περισσότερο με λυγμό...`
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]