«Ο αστυνόμος όμως καταγόταν από την Κατάνια, τον έλεγαν Σάλβο Μονταλμπάνο, κι όταν ήθελε να καταλάβει κάτι, το καταλάβαινε». Αυτή η ικανότητα «αντίληψης» πηγάζει από τη βαθιά αφοσίωση που νιώθει ο Μονταλμπάνο για τον τόπο του, από τη διαίσθησή του, και απέχει πολύ από τον τρόπο που λύνουν συνήθως τις υποθέσεις τα λαγωνικά της αστυνομίας. Ούτε, από την άλλη, έχει καμία σχέση με τη συνήθη «κατανόηση» που δείχνουν οι πιο φιλάνθρωποι ντετέκτιβ. Αντίθετα, για τον Μονταλμπάνο -γνωστό για το λακωνικό σαρκασμό του- το να ανακαλύψει το κίνητρο της δολοφονίας αποτελεί «το πιο βαρετό μέρος» της αστυνομικής ανασύνθεσης της υπόθεσης. Όσο για τον δολοφόνο, δε δείχνει γι` αυτόν ίχνος κατανόησης. Η «Φωνή του βιολιού» αναφέρεται στην ιστορία μιας δολοφονημένης νέας γυναίκας, ενός μεγάλου μουσικού που ζει σαν ερημίτης και πολλών άλλων. Είναι, πάνω απ` όλα, μια ιστορία αλλαγών και ο ίδιος ο Μονταλμπάνο, στην προσωπική ζωή του οποίου σημειώνονται εξελίξεις, θα πρέπει να αποφασίσει αν θα αλλάξει τη ζωή του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]