Αντικείμενο της μελέτης είναι η υπαναχώρηση ως λόγος λύσης της σύμβασης της ναύλωσης. Η ρύθμισή της γίνεται κατά βάση από τον ΚΙΝΔ 155επ. Οι ειδικές αυτές διατάξεις συμπληρώνονται από τις γενικές διατάξεις του ΑΚ.
Η σύμβαση της ναύλωσης, όπως κάθε σύμβαση, λύνεται ομαλά, όταν πραγματοποιηθεί ο σκοπός για τον οποίο συνήφθη. Αυτό όμως δεν είναι πάντοτε εφικτό διότι, είτε λόγοι που αφορούν τα συμβαλλόμενα μέρη, είτε λόγοι μη σχετιζόμενοι ευθέως με αυτά, καθιστούν την πραγματοποίησή της αδύνατη. Ο προσδιορισμός των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέξουν για να λυθεί μια σύμβαση, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο προσδιορισμός αυτός είναι, όσον αφορά τη σύμβαση της ναύλωσης (ναύλωση υπό στενή έννοια, μεταφορά), δύσκολος σε σημαντικό βαθμό, δεδομένου ότι το ζήτημα δεν έχει επαρκώς αντιμετωπισθεί από τη νομολογία των δικαστηρίων και δεν έχει ερευνηθεί ειδικότερα από την ημεδαπή θεωρία. Η κατάρτιση της σύμβασης της ναύλωσης σύμφωνα με τους πάγιους έντυπους όρους που έχει διαμορφώσει η αγγλοσαξονική πρακτική καθώς και η συμπληρωματική σε αυτούς εφαρμογή των γενικών διατάξεων του αστικού δικαίου αυξάνουν το ενδιαφέρον της διεξοδικής έρευνάς του.