Το έργο Συλλογή ξεκινά σαν μια συμβατική αστυνομική ιστορία. Έχουμε δυο χώρους, δυο δωμάτια και δυο ζευγάρια ατόμων, που το ένα μέλος του κάθε ζευγαριού συνιστά απειλή για την ειρήνη του άλλου ζευγαριού. Τα τέσσερα πρόσωπα παρουσιάζονται δεμένα μεταξύ τους με συγκινησιακές ενδοαεξαρτήσεις. Οι διαφορετικές εκδοχές των ίδιων περιστατικών που ο καθένας τους θέτει ίσως είναι αληθινές, ίσως διάθαλση της αλήθειας, ίσως και ψέμα.
♦
Η κόπωση, οι φαντασιώσεις, οι συνειδητές και ασυνείδητες επιθυμίες ενός ζευγαριού έρχονται στην επιφάνεια εξαίτιας του Εραστή της γυναίκας που η παρουσία του αποκαλύπτει τη βαθιά μοναξιά τους.
Ο Πίντερ αρνιέται στον θεατή αυτό που ζητάει από τα φιλμς του Τζέημς Μποντ: τον μύθο, την εξωτερική δράση. Αρνιέται να ανελίξει, ή τουλάχιστον να μας εκθέσει, την υπόθεση του έργου του. Και αυτό άλλους τους εξαγριώνει, άλλους τους κάνει να μυρίζονται ανεπάρκεια του συγγραφέα, και άλλους τους χαροποιεί.
Όμως, ο Πίντερ δεν μας αρνιέται την πλοκή επειδή δεν είναι σε θέση να κατασκευάσει πλοκή. Την κρύβει, ή την αγνοεί, για να μας αναγκάσει να κοιτάξουμε προς κάτι άλλο. Με την καινούρια αντιμετώπιση του θεάτρου, ο μύθος μπορεί να είναι επιζήμιος, γιατί μπορεί να μας ξεστρατίσει, να μας απασχολήσει, κι έτσι να μη δούμε αυτά που ο συγγραφέας θέλει να δούμε.
Αντιδράσεις του θεατή: βρίσκεται σε αμηχανία. Νομίζει πως δεν καταλαβαίνει το έργο και, ανάλογα, ή ρίχνει την ευθύνη στον συγγραφέα ή καταλογίζει στον εαυτό του μειωμένη νοημοσύνη.