Έβαλε στον εαυτό της άλλο ένα ερώτημα: Υπήρχε πιθανότητα, μία στις τόσες, ο Φραγκίσκος Κοντάκαρο να είταν τρελός; Αν συνέβαινε αυτό, όλα ερμηνεύονταν κατά κάποιο τρόπο. Τότε. . ., ώ, τότε. . . Σε ποιον Φραγκίσκο Κοντάκαρο να χρεώσει την χαμένη ζωή της και τα όσα, από την ημέρα της αναχώρησής της από τους Καθολικούς της Τεργέστης έως την στιγμή της επίδοσης των εγγράφων από τον Ορθόδοξο και ύστερα τον Καθολικό Ιερωμένο, συνέβησαν; Σε ποιον; Στον υποτιθέμενο τρελό ή στον γνωστικό και σκληρό άντρα που γνώρισε - τον κυνηγό λειψάνων; Στην πρώτη περίπτωση ο «τρελός» θα απαλλασσόταν στη συνείδησή της, λόγω ανευθυνότητας, και η ψυχή της θα γαλήνευε. Στην δεύτερη, όμως, με τον γνωστικό «κυνηγό λειψάνων» τι γινόταν; Της χρειαζόταν μια απάντηση. (. . .) (Μετά είδε ότι και η μία και η άλλη εκδοχή, αν ήθελε την αλήθεια, δεν είταν τίποτε περισσότερο από ένα «στατιστικό ενδεχόμενο», αβέβαιο, και επισφαλές όσο η κινούμενη άμμος). Κουρασμένη, παράλυτη, έγειρε πάνω στο γραφείο του Φραγκίσκου Κοντάκαρο και μούγκρισε σαν να την σφάζαν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]