Ή πρώτη Ποιητική στήν ελληνική αρχαιότητα γράφτηκε από τον Αριστοτέλη. Θεωρείται ή πρώτη απόπειρα για έλλογη τάξη στο χώρο του γραπτού εντέχνου λόγου (R. Pfeiffer). Το έργο, όπως έχει σωθεί, εξακολουθεί να παρέχει ανυπέρβλητες δυσκολίες κατανόησης. Ενδεικτικά, δεν υπάρχει ακόμη ούτε καν ομοφωνία ως προς τη σύλληψη του έργου - αν είναι ενιαία, ποια τελικά είναι. Στίς μέρες μας, πάντως, λίγοι θα καταλάβαιναν όσους σε αλλοτινές εποχές προσπαθούσαν να αναδιατάξουν το κείμενο του έργου ώστε να βρουν τη λογική διαίρεση του σε κεφάλαια, διαίρεση αναγόμενη δήθεν στον ίδιο τον Αριστοτέλη. `Έχουμε τώρα αρκετά αξιόπιστο κείμενο του έργου με ευρύτερα αποδεκτή διάταξη των κεφαλαίων του. Ή ερμηνεία, έτσι, συνεχίζεται βάσιμα και επιβεβαιώνει ότι ο Αριστοτέλης, και σε αυτό το πεδίο του επιστητού, θέτει κυρίως ερωτήματα, πολύ λιγότερο επιβάλλει λύσεις.
Στίς δεκαετίες πού ακολούθησαν το θάνατο του Αριστοτέλη το έργο δεν δείχνει να άσκησε επίδραση άμεσα ανιχνεύσιμη. Ή προβληματική του δεν ενδιέφερε, πρώτα-πρώτα γιατί οί πολιτικές και οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν. Ή ποίηση λογιζόταν κυρίως ως γλωσσική έκφραση, ως ευχάριστο και διδακτικό άκουσμα, ενώ ό Αριστοτέλης την εξετάζει ως ολοκληρωμένο έργο τέχνης (με αρχή και τέλος) πού συγκροτεί τη δική του πραγματικότητα, τη δική του αλήθεια, και μέσω αυτής επενεργεί σε σκεπτόμενους ανθρώπους. [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]