`Το πρωινό ήταν πια πολύ προχωρημένο. Οι υπηρέτες είχαν σηκωθεί. Όλα τα φάρμακά μου βρισκόντουσαν στο εργαστήριο - μια μακρινή διαδρομή: Να κατέβεις τα σκαλιά από δύο πατώματα, να διατρέξεις το διάδρομο στο πίσω μέρος του σπιτιού, να διασχίσεις την ανοιχτή αυλή και το αμφιθέατρο της ανατομίας, κι όλα αυτά ενώ βρισκόμουν σε μιαν κατάσταση παντελούς τρόμου. Θα μπορούσα βέβαια να καλύψω το πρόσωπό μου. Αλλά σε τι θα μου χρησίμευε αυτό, αφού δεν ήμουν σε θέση να κρύψω την αλλαγή στο μπόι μου; Τότε ένα κύμα ανακούφισης μού ήρθε στο νου ότι οι υπηρέτες ήταν συνηθισμένοι κιόλας στο πήγαιν` έλα του δεύτερου εαυτού μου. Ντύθηκα λοιπόν γρήγορα, όσο καλύτερα μου ήταν δυνατό, με ρούχα των δικών μου διαστάσεων. Διέσχισα γοργά το σπίτι, όπου ο Μπράντσοου γούρλωνε τα μάτια του και τραβήχτηκε πίσω βλέποντας τον κύριο Χάιντ τέτοια ώρα και μ` ένα τόσο παράξενο ντύσιμο. Και δέκα λεπτά αργότερα, ο δόκτωρ Τζέκυλ είχε επιστρέψει με τη δική του μορφή και είχε κάτσει, σκοτεινά συνοφρυωμένος, για να προσποιηθεί ότι παίρνει το πρωινό του`...
Το κλασικό αριστούργημα που καταδεικνύει τη διπλή φύση της ανθρώπινης ψυχής: το καλό και το κακό, αδιάσπαστα ενωμένα, η επιστημονική γνώση και τα αβυσσαλέα πάθη, που οδηγούν τον άνθρωπο άλλοτε στα ύψη εκπληκτικών τεχνολογικών ανακαλύψεων κι άλλοτε στα πιο φρικτά εγκλήματα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]