Η όπερα, την εποχή του 1920 στη Γερμανία, ήταν το κατ’ εξοχήν αστικό θέαμα. Το πιο υπνωτιστικό, ή αποβλακωτικό, όπως έλεγε ο Μπρέχτ, «το οποίο με τις βαρύγδουπες άριες, τα φορτωμένα ντεκόρ και τα δραματικά θέματα, τα οποία σε συνδυασμό με τη μουσική, ήταν ό,τι έπρεπε για μια παραμορφωμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας». Σκοπός του Μπρεχτ ήταν μέσω της παρωδίας της όπερας να πετύχει μια ανατροπή της λειτουργίας του αστικού θεάτρου από θέαμα «γαστρονομικό» σε επικό-διδακτικό. Η νέα αυτή όπερα, αντί να αναπαριστά απλώς, προέβλεπε τη γελοιοποίηση των ηθικών αξιών του αστού και την απομυθοποίηση του πιο δοκιμασμένου και προτιμόμενου φορέα ψυχαγωγίας – την όπερα. «Η όπερα της πεντάρας» γράφει ο Μπρεχτ εκείνη την εποχή, «είναι κάτι σαν διάλεξη πάνω στη ζωή, όπως ο θεατής θέλει να τη βλέπει στο θέατρο. Επειδή όμως βλέπει και μερικά πράγματα που δεν θα ήθελε να δει, δηλαδή τις επιθυμίες του, που όχι μόνο θα πραγματοποιούνται αλλά θα γίνονται και αντικείμενο κριτικής, θα είναι σε θέση, θεωρητικά τουλάχιστον, να αναγνωρίσει στο θέατρο έναν καινούριο ρόλο...» – να αφυπνίσει και φέρει σε αμηχανία το αναπαυμένο αστικό κοινό.