Αιτία για τη δημιουργία του βιβλίου, όπως κατέληξε, ήταν η διαρκής παρακίνηση της φίλης και συναδέλφου Μαρίας Λεοντσίνη να ασχοληθώ με την οθωμανική περίοδο της ιστορίας του νησιού της, αυτά τα τρία, μόλις, χρόνια κατοχής του, από το 1715 ως το 1718. Επιθυμία της να βρω και να εκδώσω το σχετικό αρχειακό υλικό για να φωτιστεί και το παντελώς άγνωστο αυτό ιντερμέτζο στη μακραίωνη βενετική κυριαρχία. Η συστηματική της «όχληση» και η πρόκληση της σύγκρισης μιας οθωμανικής απογραφής, που ενδεχομένως να ανακάλυπτα, με τις βενετσιάνικες που είχαν μέχρι τότε δημοσιευτεί, ήταν καθοριστικά στοιχεία για να εμπλακώ στην κυθηραϊκή περιπέτεια. Η πρόκληση ήταν μεγάλη για να λύσω προσωπικά μου ερωτήματα σχετικά με τη διαδικασία και τον τρόπο της σύνταξης των οθωμανικών καταστιχώσεων, θέμα που μόνο δεδομένο δεν είναι, στον ελληνικό τουλάχιστον χώρο που τον επισκοπώ τόσα χρόνια. Η ποικιλία των οθωμανικών καταστιχώσεων ζητάει κάθε φορά την ερμηνεία της. Η ύπαρξη, λοιπόν, βενετικής και οθωμανικής μαρτυρίας για τον ίδιο τόπο, που τυχαίνει μάλιστα να είναι ένα μικρό νησί, ένας περιορισμένος γεωγραφικά χώρος, πίστευα ότι θα με βοηθούσε να λύσω απορίες μου και να επεξεργαστώ περαιτέρω κάποιες υποθέσεις εργασίας που έκανα για την περίπτωση του Μοριά και της Κρήτης, περιοχές που γνώρισαν επίσης διαδοχικά τη βενετική και την οθωμανική κατοχή. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]