Από την καταγραφή των συμπτωμάτων που χαρακτηρίζουν τη χρήση του νομικού λόγου δεν είναι δύσκολο να συναγάγει κανείς ότι η νεοελληνική γλώσσα, γενικότερα, περνάει - ή πάντως περνούσε - σοβαρή δοκιμασία ή κρίση. Προσπάθησα να επισημάνω και προβάλω ως στοιχεία της κρίσης, όχι τόσο τις αποκλίσεις από τις κωδικοποιημένες κανονιστικές ρυθμίσεις της κρατικής Γραμματικής (δηλαδή τις αποκλίσεις από τον λόγο της Εξουσίας), όσο τις αποκλίσεις από την υπάρχουσα κοινή χρήση, ως κριτήριο της ορθότητας της γλωσσικής συμπεριφοράς (δηλαδή τις αποκλίσεις από τον λόγο του μέσου Πολίτη). Τέτοιες αποκλίσεις - λεξιλογικές, μορφολογικές, γραμματικές, συντακτικές, υφολογικές - από τη δεδομένη κοινή χρήση σημειώθηκαν ιδίως κατά τη μεταβατική περίοδο της εικοσαετίας που μεσολάβησε από τη θεσμική καθιέρωση της σύγχρονης δημοτικής. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]