Στην επιστροφή κάναμε μια στάση σ` ένα μέρος που είχε καλά σουβλάκια. Εκεί παράγγειλα αρκετά, για να μη λέει η Λέλα ότι είμαι τσιγγούνης. Αλλά φαινόταν λίγο διστακτική, να μη φάει περισσότερο από όσα πρέπει και πω εγώ: «Πεινασμένη μας ήρθε στην εκδρομή». Ή «βρήκε και τρώει». Ήταν προσεκτική. Και άρχισα να τη χαρακτηρίζω. «Καλό κορίτσι δείχνει». Έτσι πήραμε τη συνήθεια να πηγαίνουμε σε διάφορους κινηματογράφους. Άρχισα, όμως, να παρατηρώ ότι η πρώτη γνώμη που σχημάτισα για τη Λέλα, ότι είναι άσχετη, ότι είναι αταίριαστη με μένα στο πνεύμα, στο λόγο, έβγαινε αληθινή. Για ένα μήνα θα περνούσα καλά. Αλλά για περισσότερο δεν έκανε. Η συμβίωση ενός ζευγαριού, ενός Έλληνα και μιας Αλβανής, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του άνδρα που περιγράφει και προδιαγράφει το μέλλον της σχέσης. Πέρα από τις ιδεολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις, ο αντιφατικός και εντέλει αποδομητικός λόγος του κεντρικού ήρωα δεν αφήνει να διαφανεί κάποια αισιόδοξη προοπτική για το ζευγάρι, ενώ η γυναίκα προβάλλει ως κωμικοτραγική φιγούρα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]