Είμαι στην καρδιά του μεσογειακού μπλε. Στις παρυφές του αρχιπελάγους όπου βρίσκεται η Αμοργός και η Νάξος με σκορπισμένες ανάμεσά τους τις Μικρές Κυκλάδες. Νησιά που τα ενώνει ένας θαλασσινός κρίκος φτιαγμένος με τα απονέρια του `Σκοπελίτη` - το περιώνυμο καραβάκι που κρατά σήμερα ζωντανή την επαφή μεταξύ τους. Τόποι που πασχίζουν να ξεφύγουν από τα όρια της λησμονιάς και της μοναξιάς του χειμώνα. Κοινωνίες που ξυπνούν στους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού και ανοίγουν την αγκαλιά τους στους τουρίστες. Νησιώτες που βγαίνουν από το κουκούλι τους με τις πρώτες λιακάδες της άνοιξης, ασπρίζουν τα εκκλησάκια της αμοργιανής Χώρας και ζωντανεύουν τα βιολιά στην ορεινή αξιώτικη Κινίδαρο. Εκεί βρήκα τη δεύτερη πατρίδα μου. Οι νησιώτες του κεντρικού Αιγαίου με την τραγουδιστή προφορά με έκαναν δικό τους. Είδα τις πτυχές μιας ζωής που δεν έχει αλλοτριωθεί από την τουριστική ανάπτυξη. Το σημερινό τουρισμό που ξεθωριάζει την παράδοση και παρεμβαίνει στη φυσική ομορφιά του τόπου. Άκουσα τα βιολιά, τα κύματα και τις ιστορίες τους. Μύρισα τα λεπτά αρώματα από τα ξερόχορτα και την πρωινή αύρα του πελάγους. Ένιωσα τα μελτέμια, την αλμύρα και τον ήλιο πάνω στο πετσί μου. Μα κυρίως γεύθηκα τα φαγητά τους. Κοντά τους ανακάλυψα τα φαγητά απλών ανθρώπων, που έχουν κρατήσει στοργικά στην αγκαλιά της κουζίνας τις ευωδιές από τα μαγειρέματα των μανάδων και των γιαγιάδων τους. Φαγητά φτιαγμένα από την Αξιώτισσα Ματίνα στην Κόρωνο μέχρι την Αμοργιανή Κορωνιά στην Κάτω Μεριά. Τρύπωσα σε χαμηλοτάβανες κουζίνες όπου η εστία δουλεύει ακόμη με ξύλα και πετρογκάζ. Πέρασα πολλές ώρες μέσα σε καπνισμένα μαγειριά και εστιατόρια-παντοπωλεία. Πολλές φορές βοήθησα στο μαγείρεμα. Ανάμεσα στα μαυρισμένα κατσαρολικά και τις χαμηλόφωνες κουβέντες απλωνόταν μια ατμόσφαιρα γλυκιά σαν το παστέλι και μεθυστική σαν το κίτρο. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]