Ο Παύλος Κόντος επιχειρεί να αναδείξει την -τόσο οικεία- πράξη της υπόσχεσης σε θεμέλιο της ηθικότητας. Στόχος του είναι να αφήσει να διαφανεί γιατί η υπόσχεση χαίρει προνομιακής θέσης στην ηθική εμπειρία του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου. Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο, βέβαια, ούτε υπαγορεύει ούτε νομιμοποιεί την ηθική εμπειρία, απλώς τη φωτίζει - αρκεί να τη φωτίζει με τρόπο ακριβή και διεισδυτικό.
Ιδανικό εφαλτήριο για μια τέτοια αναζήτηση προσφέρουν οι αναλύσεις του Καντ όπου αυτός συνδέει απρόσμενα την υπόσχεση με κάθε πτυχή του ηθικού και του πολιτικού βίου: τα ηθικά καθήκοντα, τη στάση απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους, τη συγκρότηση του ηθικού μας χαρακτήρα, τη θεμελίωση της σφαίρας του δικαίου και την ελπίδα της πραγμάτωσης του αγαθού στον κόσμο. Αντιστρόφως, όλα τα άνθη του κακού συνιστούν γι` αυτόν προϊόντα της άρσης της υπόσχεσης στις ποικίλες εκδοχές της.
Αυτή η πανταχού παρουσία της υπόσχεσης σημαίνει ότι δεν είναι απλώς ένα είδος συμβολαίου, γιατί, αν ήταν μόνο αυτό, η ηθικότητα θα ταυτιζόταν με τη νομιμότητα. Για να υπερβεί αυτό το σκόπελο -και τους αντίστοιχους περιορισμούς του Καντ-, ο Π. Κοντός εστιάζει στα ηθικά φαινόμενα που δεν μπορούν να θεμελιωθούν με διαδικασίες δικαίου: την ταυτότητα του πράττοντος, τη φιλία, την εγγενή απροσδιοριστία της πράξης και το ηθικό δικαίωμα στην ομολογία. Στο φως αυτών των φαινομένων, η υπόσχεση διαφοροποιείται εσωτερικά έτσι, ώστε να τεκμηριώνεται η τελική θέση του Π. Κοντού, ότι ο πρακτικός λόγος ενέχει, σε όλες του τις εκφάνσεις, το γεγονός της υπόσχεσης. Η όλη προσπάθεια, για να είναι τελεσφόρος, χρειάζεται τη συνδρομή κλασικών κειμένων που υιοθέτησαν καντιανούς όρους για να αντιστρέψουν τις καντιανές θέσεις: Η υπόσχεση ως συστατικό της δύναμης του `νέου` ανθρώπου, στον Νίτσε, ως ίαμα της μη προβλεψιμότητας των πράξεων, στην Άρεντ, και ως μη αντιφατική προς την ομολογία ενός πιθανού ψεύδους, στον Ντοστογιέφσκι, εδραιώνεται στο κέντρο της ηθικότητας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]