Η `αρχετυπική` εμπειρία της `μίμησης` απογειώνει την πραγματικότητα και τη `μετουσιώνει` σε `είδωλο` αναπαράστασης κι όχι αντιγραφής. Το θεατρικό παιγχνίδι είναι μια πράξη τελετουργική, ερμηνευμένη από την εγγενή ανάγκη `μετάθεσης` του παιδικού στο μυθικό, στο υπερβατικό. Ένα παιδί που παίζει συμφιλιώνεται με το `ανοίκειο`, προσδίδει `ένθεες` κι `ευφάνταστες` σημασίες στα αντικείμενα και στις κινήσεις του, τα καθαγιάζει με το θελητικό βλέμμα της αθωότητας, τα λαμπρύνει και ως μικρός `κοσμοκράτωρ` αναπλάθει, ατενίζει κι ερμηνεύει τον κόσμο μέσα από τα σύμβολα της ίδιας του της επινόησης. Τα μέσα έκφρασης στην ανάπτυξη του θεατρικού παιγχνιδιού είναι γλωσσικά, τεχνικά και υλικά. Η κίνηση ως `μόρφωμα` υποκινείται από τη δική της νοημοσύνη. Μέσα από τις διεργασίες της δραματοποίησης ανιχνεύονται εναλλακτικές `όψεις` απόδοσης μια έννοιας. Η γλώσσα της κιναισθητικής νοημοσύνης είναι γιομάτη ρώμη κι απρόσμενες αλήθειες. Ο αισθητικός και κοινωνικός εξευγενισμός είναι τα πολυτίμητα δώρα του θεατρικού παιγχνιδιού που προωθεί την ένταξη του παιδιού ως ατόμου στην ομάδα, την κοινωνικοποίησή του. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]