«Στοχασθείτε: ποια ήταν η στάθμη του πανανθρώπινου πολιτισμού όταν οι Έλληνες παρουσιάστηκαν στο προσκήνιο της Ιστορίας; Τι κληρονόμησαν απ` τους Αιγαίους; Και τι διδάχτηκαν απ` τους πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Ασίας; Η σκαπάνη του αρχαιολόγου έφερε στο φως αυτούς τους προελληνικούς πολιτισμούς. Τους γνωρίζουμε πια αρκετά καλά· εκτιμούμε τις κατακτήσεις τους στο κοινωνικό και το αισθητικό πεδίο. Διαπιστώνουμε την απελπιστική γύμνια τους στο πνευματικό και το γνωστικό· κι ισχυριζόμαστε, με κάθε βεβαιότητα, πώς δεν ήταν σε θέση να δώσουν τίποτα παραπάνω από τα ελάχιστα που έδωσαν. Ήρθαν όμως οι βάρβαροι Έλληνες. Ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά σ` αυτά τα υποτυπώδη πολιτιστικά δείγματα, αμέσως κατάλαβαν ποιο δρόμο έπρεπε ν` ακολουθήσουν για να φτάσουν τον πραγματικό και μοναδικό πολιτισμό της ανθρωπότητας· και τον έφτιασαν, ανοίγοντας περίλαμπρες προοπτικές στην υλική και την πνευματική ευτυχία των ανθρώπων. Για να μεταλλάξει όμως η προοπτική σε πραγματικότητα, έπρεπε οι Έλληνες να επιβάλουν δυναμικά τον πολιτισμό τους σ` όλους τους λαούς του αρχαίου κόσμου. Σ` αυτό το σημείο απέτυχαν, παρ` όλη τη θαυμαστή προσπάθεια του Μεγαλέξαντρου. (. . .) Ήρθαν όμως οι Ρωμαίοι, οι προικισμένοι με αναμφισβήτητη πολιτική ανωτερότητα. Πρώτα βιάστηκαν να εξελληνισθούν· κι ύστερα, σταθεροποιώντας την ειρήνη και την τάξη σ` όλο τον τότε γνωστό κόσμο, κατόρθωσαν εκείνο που οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να κάνουν: να τον εξελληνίσουν· αλλά και να καθυστερήσουν, για πέντε αιώνες, τον κατακλυσμό των γερμανικών φύλων. Ευτύχημα απροσμέτρητο. Γιατί όταν στο τέλος ο κόσμος κατακτήθηκε από τους βαρβάρους, ήταν πια γερά ποτισμένος από το ελληνικό πνεύμα».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]