Μια ιστορία της νεοελληνικής γλυπτικής αφορά κυρίως τον 19ο και τον 20ό αιώνα στην Ελλάδα. Πριν από το χρονικό αυτό διάστημα η γλυπτική περιοριζόταν, με σπάνιες εξαιρέσεις, στον διακοσμητικό τομέα και στην περιοχή των εφαρμοσμένων τεχνών. Λιθανάγλυφα, ξυλόγλυπτα, ακρόπρωρα, μεταλλικές εργασίες, κ.λπ., είναι βασικά έργα λαϊκοκαλλιτεχνικής αντίληψης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στερούνται πάντα ευρηματικότητας, δυναμισμού και πλαστικής ελευθερίας. Γενικά, σε όλο αυτό το διάστημα, διαφαίνεται ένα πλαστικό αίσθημα, από την αρχαιότητα προς τους νεότερους χρόνους, που πότε αμυδρά και πότε έντονα διαποτίζει την εικαστική έκφραση και τη γονιμοποιεί. Η αρχαία Ελλάδα υπήρξε η κοιτίδα της ελεύθερης πλαστικής δημιουργίας στον ευρωπαϊκό χώρο, και η πλαστική, γενικότερα, επηρέασε με τη δυναμική της παρουσία κάθε άλλη μορφή εικαστικής έκφρασης. Με παραδειγματική συνέπεια διαγράφει, μέσα στο πλαίσιο της πρώτης χιλιετηρίδας π.Χ., το κύκλωμα της ανάπτυξης και της παρακμής της. Ανθρωποκεντρική, αντλεί την αισθητική της από τη μορφολογία και τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος, το οποίο ιδεοποιεί και το καθιστά σύμβολο ελευθερίας και τελειότητας. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]