Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ενώ η Ιρλανδία προσπαθεί ν’ ανεξαρτητοποιηθεί από την Αγγλία, άγνωστοι επιχειρούν να κάψουν την αγροικία του απόστρατου λοχαγού Έβεραρντ Γκολτ, ενός Ιρλανδού προτεστάντη που υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό και έχει παντρευτεί Αγγλίδα. Εκείνος, σε κατάσταση αυτοάμυνας, τραυματίζει έναν από αυτούς και η αντίδραση είναι τόσο μεγάλη εναντίον του, που αποφασίζει, παρά τη θέλησή τους, να φύγει μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του. Η μικρή Λούσι, εννιά χρόνων, δε θέλει να φύγουν και τη μέρα της αναχώρησης κρύβεται. Όταν δεν τη βρίσκουν, αλλά ανακαλύπτουν μόνο τα ρούχα της, υποθέτουν ότι πνίγηκε και οι γονείς της εγκαταλείπουν τη χώρα. Τα ίχνη τους χάνονται κι έτσι δεν πληροφορούνται ότι η κόρη τους βρέθηκε λίγες μέρες αργότερα. Οι Γκολτ τριγυρίζουν από χώρα σε χώρα, μεσολαβεί ο πόλεμος, η μητέρα πεθαίνει και ο πατέρας επιστρέφει στο χωριό όπου βρίσκει την κόρη του, μεγάλη τώρα πια. Η Λούσι, τραυματισμένη από την εμπειρία της και θεωρώντας τον εαυτό της υπεύθυνο για τη δυστυχία των γονιών της, αρνείται να παντρευτεί τον άνθρωπο που αγαπάει, γιατί πιστεύει ότι είναι κάτι που δεν της αξίζει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]