Όσο ο άνθρωπος υποτάσσει το περιβάλλον του στους πραχτικούς του σκοπούς, τόσο χάνει τη μύχια σχέση του μ` αυτό. Κι όσο μετατρέπει τα πάντα, άψυχα και ζωντανά, σε εργαλεία της δικής του ζωής, τόσο φουντώνει μέσα του η λαχτάρα της ένωσης. Η θρησκεία αποτελεί, κατά τον Bataille, μιαν εξισορροπητική, αβιωματική κι ωστόσο απατηλή απάντηση σ` αυτή την αποξένωση· είναι η `αναζήτηση της χαμένης μυχιότητας`. Επειδή όμως η αποξένωση αυτή δεν μπορεί ν` αποδοθεί μονάχα σε κάποιον κοινωνικο-ταξικό χαρακτήρα της παραγωγικής πράξης (στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής), αλλά είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα σαν τέτοια, (με την `ανθρώπινη υπόσταση`), επόμενο είναι η ένωση, που προσφέρει η θρησκεία να είναι πρόσκαιρη και αντιφατική προς την `πραγματική τάξη`· οι εκάστοτε `λύσεις` που παρέχει, στη διάρκεια της ιστορίας, η θρησκευτική σκέψη, εξαντλούνται και ξεπερνιούνται από νέες, το ίδιο αντιφατικές· ούτε βέβαια και η σημερινή απουσία του θεού έχει λύσει το πρόβλημα, κάθε άλλο.
Για το συγγραφέα αυτού του βιβλίου, που γράφτηκε το 1947 μα έμεινε ανέκδοτο όσο αυτός ζούσε, και που το ύφος του είναι κάπως απομακρυσμένο από τα, δημοφιλέστατα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, λογοτεχνικό-ερωτικά του γραφτά, η `λύση` δεν μπορεί να έγκειται μονάχα στη συνειδητοποίηση της αποξένωσης και του απατηλού χαραχτήρα των όποιων θρησκευτικών απαντήσεων, μα απαιτεί τη ριζική ανατροπή του σκοπού της παραγωγής, την καθημερινή, έμπραχτη αμφισβήτηση του `ωφελιμιστικού` χαραχτήρα της. Στον καθένα εναπόκειται να κρίνει κατά πόσο η άποψη αυτή ξεπερνάει τις αντιφάσεις της `ανθρώπινης υπόστασης`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]