(...) Η θρησκεία νοείται ως φανέρωση και πραγμάτωση (εσωτερικά ή εξωτερικά) της φυσικής αξιολογικής ροπής του ανθρώπου, πού κατευθύνεται προς το θείο, ανεξάρτητα από τον τρόπο, κατά τον οποίο αυτό νοείται. Η ροπή αυτή ονομάζεται θρησκευτικότητα και είναι, όπως γενικά σχεδόν πιστεύεται, έμφυτη στον άνθρωπο. Η λατρεία, εξ άλλου, συνιστά πραγμάτωση του σκοπού της θρησκείας, της (πραγματικής ή φανταστικής) συναντήσεως του πιστεύοντος υποκειμένου με το πιστευόμενο αντικείμενο, στα όρια όμως όχι τόσο της ατομικής, όσο της ομαδικής-συλλογικής αναφοράς της λατρεύουσας κοινότητας στο λατρευόμενο θείο. Η λατρεία αποβαίνει εξωτερίκευση της πίστεως και ευσέβειας ή του θρησκευτικού βιώματος του λάτρου και της λατρεύουσας ομάδας προς το θείο, στο οποίο προσφέρεται όλη ή ύπαρξη, για να επιτευχθεί ή συνάντηση και αισθητή κοινωνία μαζί του. Εύστοχα δε, έχει επισημανθεί ότι `το φαινόμενον της θρησκευτικής λατρείας είναι μία εκ των σπουδαιότερων εκδηλώσεων του γνησίου θρησκευτικού βιώματος, κατά το οποίον ό άνθρωπος συνάπτει ζώσαν προσωπικήν σχέσιν προς το θείον ή το άγιον`. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]