Από τον χειμώνα κιόλας, η Σοφούλα περίμενε με ανυπομονησία αυτήν τη μέρα. Αύριο θα πάει με τη μαμά και τον μπαμπά στον ζωολογικό κήπο!
Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, φαντάζεται τα ζωάκια που θα δει εκεί. Ελέφαντες με λευκούς χαυλιόδοντες και μακριές προβοσκίδες, ιπποπόταμους βυθισμένους στο νερό ως τα μάτια, μαϊμουδάκια που πηδούν από κλαδί σε κλαδί, κροκόδειλους που παραμονεύουν στα καλάμια…
Η μαμά της, όμως, θυμώνει που δεν έχει κοιμηθεί ακόμη, ενώ έχει πάει τόσο αργά. Θα είναι κουρασμένη το πρωί. Κι αυτό η Σοφούλα σίγουρα δεν το θέλει. Δεν γίνεται να είναι κουρασμένη, όταν την περιμένει μια τόσο όμορφη μέρα.
Και ξαφνικά, ήρθε το πρωί. Πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα! Η Σοφούλα δεν νιώθει καθόλου κουρασμένη. Ετοιμάζει το μικρό της σακίδιο. Βάζει μέσα τον χυμούλη που της ετοίμασε η μαμά και τα γυαλάκια ηλίου που της αγόρασε ο μπαμπάς. Και, φυσικά, τη λούτρινη γατούλα της, γιατί στο σπίτι θα ένιωθε μοναξιά. Η Σοφούλα θέλει να δει και η γατούλα της όλα τα ζωάκια, και να μιλήσει μαζί τους.