Εκεί κάπου στα ζοφερά μονοπάτια μιας εποχής που πασχίζει να συνθλίψει οράματα, ευγενή αισθήματα και την ίδια την ομορφιά της φύσης, φεγγοβολούν πεισματικά οι πυγολαμπίδες της ζωής, της τέχνης και της Ιστορίας. Και γίνονται μια διακριτική αλλά αισθητή υπόμνηση για την απαράγραπτη αλήθεια: ο άνθρωπος διαφεντεύει τη μοίρα του και κανείς άλλος.
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγραφιώτη, κεντημένη με ευαισθησία και αγωνία κοινωνική και ιστορική, ντυμένη με μια λεπτή αύρα μελωδικών συνειρμών και ποικιλόμορφων ηχοχρωμάτων που η φύση και η ανθρώπινη δημιουργία γεννούν, φωτίζει χαμηλόφωνα και υποβλητικά μικρά και μεγάλα πάθη. Χωρίς κραυγές, χωρίς μοιρολατρία. Με εμφανή όμως τη λαχτάρα να ξορκίσει τη λήθη που απειλεί τα έργα και τις ημέρες όλων μας. Κι έτσι, ανασύρει νοσταλγικά και υψώνει ως λάβαρα μνήμες, όνειρα και πόθους, οδηγούς στην αναμέτρηση με τον αδυσώπητο χρόνο.
Μέσα από ένα προσεχτικά σχηματισμένο παζλ εικόνων, συντεθειμένο τόσο από τις βαθιά χαραγμένες στη μνήμη εκλάμψεις μιας ζωής γεμάτης σφυγμό όσο και από στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, στοχάζεται πάνω στις ανεξάλειπτες αξίες της ζωής, μα και ονειροπολεί μετεωριζόμενος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Δε διστάζει να διακηρύξει το φόβο της λησμονιάς που ελλοχεύει, χωρίς όμως ίχνος ματαιοδοξίας, παρά μόνο με διάθεση να βρει ανακούφιση στο μοίρασμα της αγωνίας του με τον αναγνώστη (ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησής του). Αλλά ταυτόχρονα, εκφράζει ευθαρσώς την κριτική του απέναντι σε κάθε υποταγή στα κελεύσματα της «μοίρας» ή στη μοιρολατρική προσκόλληση σε δυνάμεις έξω από την ανθρώπινη δημιουργικότητα, αντιπαραβάλλοντας την καθολικότητα και τις «θεϊκές» ιδιότητες της τέχνης.
Δίνει περίοπτη θέση σε χαρακτηριστικές φιγούρες του πνεύματος, όπως στην Υπατία, με καβαφικού τύπου χρήση των ιστορικών συμβόλων. Δεν παραλείπει, όμως, να ανασύρει και μνήμες από αγαπημένα πρόσωπα των οποίων την απώλεια φαίνεται ότι έχει βιώσει. Πασχίζει να αγγίξει το όνειρο, εκδηλώνει την ερωτική του επιθυμία σε διακριτικούς και τρυφερούς τόνους, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα την αύρα της μουσικής, της μελωδικότητας, των ήχων, ακόμα και της σιωπής, για να στρώσει ένα μεταξένιο χαλί κάτω από τους στίχους του.
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγραφιώτη, κεντημένη με ευαισθησία και αγωνία κοινωνική και ιστορική, ντυμένη με μια λεπτή αύρα μελωδικών συνειρμών και ποικιλόμορφων ηχοχρωμάτων που η φύση και η ανθρώπινη δημιουργία γεννούν, φωτίζει χαμηλόφωνα και υποβλητικά μικρά και μεγάλα πάθη. Χωρίς κραυγές, χωρίς μοιρολατρία. Με εμφανή όμως τη λαχτάρα να ξορκίσει τη λήθη που απειλεί τα έργα και τις ημέρες όλων μας. Κι έτσι, ανασύρει νοσταλγικά και υψώνει ως λάβαρα μνήμες, όνειρα και πόθους, οδηγούς στην αναμέτρηση με τον αδυσώπητο χρόνο.
Μέσα από ένα προσεχτικά σχηματισμένο παζλ εικόνων, συντεθειμένο τόσο από τις βαθιά χαραγμένες στη μνήμη εκλάμψεις μιας ζωής γεμάτης σφυγμό όσο και από στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, στοχάζεται πάνω στις ανεξάλειπτες αξίες της ζωής, μα και ονειροπολεί μετεωριζόμενος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Δε διστάζει να διακηρύξει το φόβο της λησμονιάς που ελλοχεύει, χωρίς όμως ίχνος ματαιοδοξίας, παρά μόνο με διάθεση να βρει ανακούφιση στο μοίρασμα της αγωνίας του με τον αναγνώστη (ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησής του). Αλλά ταυτόχρονα, εκφράζει ευθαρσώς την κριτική του απέναντι σε κάθε υποταγή στα κελεύσματα της «μοίρας» ή στη μοιρολατρική προσκόλληση σε δυνάμεις έξω από την ανθρώπινη δημιουργικότητα, αντιπαραβάλλοντας την καθολικότητα και τις «θεϊκές» ιδιότητες της τέχνης.
Δίνει περίοπτη θέση σε χαρακτηριστικές φιγούρες του πνεύματος, όπως στην Υπατία, με καβαφικού τύπου χρήση των ιστορικών συμβόλων. Δεν παραλείπει, όμως, να ανασύρει και μνήμες από αγαπημένα πρόσωπα των οποίων την απώλεια φαίνεται ότι έχει βιώσει. Πασχίζει να αγγίξει το όνειρο, εκδηλώνει την ερωτική του επιθυμία σε διακριτικούς και τρυφερούς τόνους, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα την αύρα της μουσικής, της μελωδικότητας, των ήχων, ακόμα και της σιωπής, για να στρώσει ένα μεταξένιο χαλί κάτω από τους στίχους του.
Μια ποιητική μουσική συμφωνία για όλα όσα δε χωρούν στη σκιά…
Για όσα επιμένουν να ακτινοβολούν ασίγαστα.