ζω μεσ’ στα πλούτη
έχω παράδες με τις οκάδες
μασούρια λίρες
σεντούκι πλήρες
απ’ τα μπατζάκια
γλιστρούν φραγκάκια
κι απ’ τις πεσέτες
φουσκώνουν τσέπες
στο μαξιλάρι μεσ’ στο συρτάρι
κάτω απ’ το στρώμα
ως και στο χώμα
λεφτά φυτεύω κι αυτά φυτρώνουν
και μεγαλώνουν
ύστερ’ ανθίζουν
μετά καρπίζουν
χρήμα γεννάνε
κάποιοι πλουταίνουν
κι όλο αυγαταίνουν
φτηνά αγοράζουν αδρά πουλάνε
τα κάνουν ράβδους
εισπράττουν τόκο
και οι τοκογλύφοι σε κάθε τόπο
Οι τραπεζίτες
και οι μεσίτες
την εργασία δεν την πληρώνουν
γιατί όπως λένε
δεν έχει αξία
και απλά έχει μείνει υπεραξία.