Ανάμεσα στη σκοτεινή άβυσσο που καταλήγουμε και σε εκείνην από όπου ερχόμαστε, περνάμε το χρόνο μας γεμίζοντας συρτάρια με αντικείμενα που μένουν πολύ στο χρόνο. Ανοίγοντας ένα τέτοιο συρτάρι, νιώθεις μια απροσδιόριστη αίσθηση ξενιτεμού, έτσι που ο χρόνος παύει ξαφνικά να υπάρχει. Η ξένη ιτιά του πρωτοεμφανιζόμενου Π. Χριστοδούλου, κρυφοκοιτάζει αυτή την άχρονη στιγμή με μία —ίσως— δόση ιδιοτέλειας. Η ξένη ιτιά δεν είναι παρά το ξύλο με το οποίο κατασκευάστηκε η βάρκα για να γλιστρήσουμε από τη μια ξενιτιά στην άλλη. Κι ένα πουλί που άνοιξε τα φτερά του να πετάξει, το νόμισμα για να μας επικυρώσει. Βέβαια, για όλους εμάς που πάντα αλλάζαμε με ευκολία τις τόσες ξενιτιές, έμεινε εντέλει κάποια πατρίδα για να λησμονήσουμε;