Κανείς δεν έπεσε να κοιμηθή, όλοι αγρυπνούσαν που να κλείσουν μάτι τέτοια χρονιάρα νύχτα; Νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. Ότι πέρασαν τα μεσάνυχτα, βουβές οι καμπάνες και στις τρεις εκκλησούλες του Θαλασσοχωριού. Σωπαίνουν κ` οι καμπάνες για του Χριστού τα πάθη, σα να `χουν κι αυτές ανθρώπινη ψυχή και δε μπορούν απ` το βαθύ καημό τους ούτε να ξεφωνίσουν.
Μόνο τα ξύλινα τριτσόνια ξεκουφαίνουν τον κόσμο στων παιδιών τα χέρια· τρέχουν τα παιδιά, κι από γειτονιά σε γειτονιά, κι από πόρτα σε πόρτα, και τα χτυπούνε με κακό και με φωνές: "Ώρα για την εκκλησιά! Ώρα για την εκκλησιά!". Κ` οι λιγοστοί που απομένουν βάρυπνοι, πετιούνται ξαφνισμένοι και τρέχουν στο παράθυρο, θαρρώντας πως γλυκοχαράζει και πώς περνάει κάτου ο επιτάφιος. Για την αγάπη του Χριστού, μια φορά το χρόνο, τη Μεγάλη Παρασκευή, βουβαίνοντ` οι καμπάνες του Θαλασσοχωριού, εκείνες μόνο· γιατί, απ` άκρη σ` άκρη, το Θαλασσοχώρι σηκώνεται στο πόδι, για την αγάπη πάλι του Χριστού, μια φορά το χρόνο, τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. [...]