Χείμαρρος οι σκέψεις ξεχυθήκανε πάνω σε χαρτιά
ξέσπασαν όσα η καρδιά κρατούσε καλά κρυμμένα
μέσα σ’ ένα σεντούκι του μυαλού καταχωνιασμένα.
Η πλάση όλη γέμισε απ’ άκρη σ’ άκρη σκοτεινιά
βγήκαν μέσα στη νύχτα οι λύκοι κι ουρλιάζουν
σα να νοιώθουν κι αυτοί οι σκέψεις πως φωλιάζουν.
Κι όλο τρέχει το μελάνι πάνω στο χαρτί
σα να κάνει παρέα στης ψυχής το δάκρυ.
Κι εκρήγνυνται σαν ηφαίστειο και ξεσπούν
και ψάχνουν τα λόγια διέξοδο να βρουν.