Στα πενήντα του χρόνια, ο Μπερνάρ ήταν σίγουρος ότι είχε ξεκινήσει καλά για να ζήσει μια ήσυχη ζωή μέχρι το τέλος των ημερών του… Αλλά η ζωή καμιά φορά επιφυλάσσει εκπλήξεις… Κανένας δεν είναι προφυλαγμένος, ακόμη και αν λέγεται Μπερνάρ
Όταν όμως συμβεί μια αλυσίδα καταστροφών, το φαινόμενο του ντόμινο μπορεί να γκρεμίσει σε μια στιγμή τον χάρτινο πύργο των προσδοκιών μας. Και το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς γι’ αυτόν τον συνηθισμένο, καθόλα συμπαθή, άνθρωπο είναι ότι δεν ήταν προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει αυτό που τον περίμενε.
Σαν ένας μεταμοντέρνος Μπάστερ Κήτον, ο ήρωας του Νταβίντ Φενκινός διασχίζει αυτό το διασκεδαστικό αλλά ταυτόχρονα μελαγχολικό μυθιστόρημα, στην προσπάθεια του να βρει τον δρόμο του σε έναν κόσμο σε βαθειά κρίση.
«Η ιστορία μας δεν ξεκινάει καλά από την αρχή,
αποφάσισαν να μου δώσουν το όνομα Μπερνάρ. Τέλος πάντων, σαν όνομα δεν είναι κι άσχημο. Στο διάβα της ζωής μου συνάντησα αρκετούς εκπροσώπους αυτού του ονόματος, και η ανάμνηση που διατηρώ είναι μάλλον θετική. Μ’ έναν Μπερνάρ μπορείς να περνάς ευχάριστα το βράδυ σου. Ένας Μπερνάρ επιβάλλει ένα αίσθημα σιωπηλής, για να μην πω άμεσης, οικειότητας. Έναν Μπερνάρ δεν φοβάσαι να τον χτυπήσεις φιλικά στην πλάτη. Θα ‘πρεπε να ‘μαι χαρούμενος που έχω ένα όνομα-πραγματικό μαγνήτη φίλων. Όμως δεν είμαι. Με τον καιρό κατάλαβα ότι το όνομά μου είναι ύπουλο, μπορεί να σε ρίξει στον γκρεμό. Πώς να το πω, δεν θεωρώ πως το όνομά μου μού προσθέτει κάτι».
Ο Νταβίντ Φενκινός είναι πολυβραβευμένος γάλλος συγγραφέας. Το 2014 απέσπασε τα βραβεία Renaudot και Goncourt des lyceens για το βιβλίο του CHARLOTTE
http://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/3246-eisai-kai-fenese
Κριτική της Ήρας Χατζή στο diastixo.gr 12/12/2014
Το αστικό δράμα υπήρξε ανέκαθεν προνομιούχος χώρος μιας λογοτεχνίας που είχε μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα για τον εαυτό της: γνωρίζοντας τα όριά της, δεν είχε υψηλές στοχεύσεις, αλλά και δεν παραιτούνταν από την πρόθεσή της να συνοψίσει τον κόσμο που αναδύθηκε τον 20ό αιώνα και να καταγράψει μια κοινωνική τάξη στην πορεία της ανόδου της. Με το Είσαι και φαίνεσαι, όμως, διαπιστώνει κανείς πως είναι εξίσου ικανή να καταγράψει την ίδια τάξη και στην καθοδική της πορεία.
Ο πενηντάρης στο παιδικό δωμάτιο
Μπέκος Γρηγόρης - Το Βήμα
Οταν ο Μπερνάρ έκανε το πρώτο του stage στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η τράπεζα βρισκόταν «σε αναβρασμό». Λόγω της εκλογής του Σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν στον προεδρικό θώκο της Γαλλίας «και της συμμετοχής των κομμουνιστών στην κυβέρνηση, η τράπεζα έπρεπε να καθησυχάσει τους πλούσιους πελάτες της». Σήμερα, αλίμονο, τα διαβάζουμε όλα αυτά και ξεκαρδιζόμαστε (οικονομικώς απορρυθμισμένοι) από την απελπισία. Κατά την «εποχή των παχιών αγελάδων για τους τραπεζικούς» πάντως, ο Μπερνάρ αναρριχήθηκε επάξια στην ιεραρχία του ιδρύματος - ο καημένος δεν έχει καμία σχέση με τους κυνικούς αριβίστες και τα διάφορα golden boys που μπουμπούκιασαν κατόπιν - και έγινε ένας τίμιος χρηματοοικονομικός σύμβουλος με πολλούς πελάτες. Και ύστερα, όταν ξέσπασε η καταιγίδα πάνω στο κεφάλι του, με την πρόσφατη παγκόσμια κρίση δηλαδή, «όλα κατέρρευσαν». Δεν αναφερόμαστε βέβαια στις τράπεζες, αλλά στον ίδιο τον Μπερνάρ, έναν «φυσιολογικό άνθρωπο» που η ίδια η ζωή, η μέχρι πρότινος «κανονική», άρχισε αίφνης να τον «σπρώχνει στα άκρα». Αυτά παθαίνει ο συμπαθέστατος πρωταγωνιστής του πρώτου μυθιστορήματος (La tête de l' emploi, 2014) που εξέδωσε εφέτος ο 40χρονος γάλλος συγγραφέας Νταβίντ Φενκινός· για το δεύτερό του (Charlotte, 2014) τιμήθηκε, μερικούς μήνες αργότερα, με το βραβείο Renaudot. Στο (άρτι μεταφρασθέν) βιβλίο Είσαι και φαίνεσαι, σε αυτή την ανάλαφρη αλλά και μελαγχολική ιστορία (το χιούμορ να ρέει στην επιφάνεια αλλά η ματαίωση να πήζει αργά στο βάθος) η οποία περνά από την ύφεση (και τη διάλυση) της οικονομίας στην ύφεση (και την αβεβαιότητα) της ίδιας της ζωής - πρόκειται ουσιαστικά για ένα κοινωνικό δράμα ελεγχόμενου μελοδραματισμού που φλερτάρει εξ αποστάσεως με τη μαύρη κωμωδία -, ο Μπερνάρ καθίσταται, στα πενήντα του χρόνια μάλιστα, ο ευάλωτος ήρωας της τέλειας μεσοαστικής κατρακύλας, μιας απότομης «πτώσης με την όπισθεν», η οποία σκιαγραφείται μέσα από τον επαγγελματικό καταποντισμό και την επακόλουθη ψυχοσυναισθηματική κατάρρευση. Οπως διαπιστώνει ο εσωστρεφής Μπερνάρ, με έναν τρόπο αφοπλιστικό, «η εποχή μου δεν με χρειαζόταν». Ο ίδιος βέβαια δεν θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει, ας πούμε, στην ταινία «Το τσεκούρι» («Le couperet», 2005) του Κώστα Γαβρά (όπου ο άνεργος Μπρουνό μετατρέπεται σε ψυχρό δολοφόνο των ανταγωνιστών του). Ο Μπερνάρ, αφού υποβαθμιστεί στη θέση του ταμία και εν συνεχεία απολυθεί από την τράπεζα εξαιτίας της «ανάρμοστης συμπεριφοράς» του, αφού δει την εν διαστάσει σύζυγό του Ναταλί να φιλιέται στο σπίτι τους με έναν άγνωστο άνδρα και αφού γενικώς πλαντάξει βουβά μπροστά σε ένα πρωτοφανές αδιέξοδο, αποφασίζει συντετριμμένος να επιστρέψει στο σπίτι των (φοβερών!) ογδοντάχρονων γονιών του, να κοιμηθεί και πάλι στο «μαυσωλείο της νιότης» του, το απαράλλαχτο παιδικό δωμάτιο. Στο τέλος μιας (δύσκολης αλλά ευτράπελης) πορείας που μοιάζει με δεύτερη ενηλικίωση, ο λυπημένος Μπερνάρ θα καταφέρει να γελάσει, να κατανικήσει τον φόβο, να συμφιλιωθεί και πάλι με την απρόβλεπτη φύση του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού του κόσμου. Το μυθιστόρημα κλείνει (και) με μια τηλεοπτική εικόνα από την Ελλάδα: ένα «αντίγραφο του Μπερνάρ» αναφέρει ότι εκεί «κέρδιζε συνεχώς έδαφος η απευθείας ανταλλαγή αγαθών», ένας άλλος τρόπος να μιλήσει ο Νταβίντ Φενκινός για την αλληλεγγύη.