Η προσωπικότητα του Ντόριαν Γκρέι είναι ένας συνδυασμός τόσων αντιθέσεων που μετά βίας μπορούμε να τις καταλάβουμε. Είναι καλός και συγχρόνως κακός· όμορφος και συγχρόνως ειδεχθής· αψεγάδιαστος και συγχρόνως τρομερά επιλήψιμος. Το πιο σημαντικό όλων: είναι κυριολεκτικά δύο σε ένα – είναι αυτός που είναι, μια ζώσα ύπαρξη και συγχρόνως ένα πορτραίτο, μια ορατή αντανάκλαση της ψυχής του.
Το ζήτημα είναι ότι ο Ντόριαν δεν είναι ο μόνος που έχει μια στρεβλή άποψη για την αληθινή ομορφιά. Γνωρίζει καλά ότι και οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την τάση να μπερδεύουν την εξωτερική εμφάνιση με την εσωτερική ομορφιά και γι’ αυτόν τον λόγο όσο μπορεί να βγάζει μια εικόνα αμαρτωλού προς τα έξω τόσο μπορεί να αμαρτάνει ελεύθερα. Είναι αλήθεια πως φοβερές φήμες πλανώνται γύρω από το όνομά του, αλλά οι άνθρωποι που τον γνωρίζουν από κοντά δεν μπορούν να τις πιστέψουν. Αυτό που τον κάνει να συνεχίζει είναι η τέλεια «εικόνα» του – ζει αποκλειστικά για τις σωματικές απολαύσεις και αντλεί απόλαυση από τα ίδια του τα αισθητικά προτερήματα.
Ο Ντόριαν βρίσκει πεισματικά την ευχαρίστηση στην αχρεία και τη διεφθαρμένη ψυχή του. Δεν ανησυχεί για το πορτραίτο του επειδή νιώθει κάποια ενοχή, αλλά επειδή φοβάται μήπως αποκαλυφθεί το μυστικό του. Και το πιο φοβερό μυστικό από όλα είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι το ίδιο το πορτραίτο, αλλά το τι σημαίνει για τον Ντόριαν ο τρόπος που βλέπει το πορτραίτο. Έχει πλήρη επίγνωση τού πόσο φαύλος είναι, αλλά δε θέλει να κάνει κάτι για να αλλάξει. Γοητεύεται από τη φαυλότητά του, αγαπά τη φαυλότητα. Στο τέλος του μυθιστορήματος είναι ήδη πολύ αργά – παρά τη φαινομενική αθωότητα και την απίστευτη ομορφιά ο πραγματικός Ντόριαν είναι αμετανόητα κακός.