(. . .)Έτσι μορφωθήκανε τα έμορφα και αγνά έθιμά μας, με ψαλμωδίες που τις λένε ακόμα τα παιδιά στους δρόμους και στα σπίτια, με καμπάνες, με όμορφα αισθήματα, με σεμνές διασκεδάσεις, με ευχάριστη συναναστροφή, που δένουνε μεταξύ τους τούς ανθρώπους περισσότερο, παρά που τους χωρίζουνε. Μα ο υλισμός κι ο λύκος της αναισθησίας μολεύει σιγά-σιγά αυτές τις καλές γιορτές μας, που πολύ τις παρομοιάζανε οι αρχαίοι πρόγονοί μας με σταθμούς για να ξεκουραζόμαστε στο μονότονο δρόμο της ζωής μας, λέγοντας: «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», που πάει να πη «Ζωή χωρίς γιορτή, είναι σαν τον μακρύ τον δρόμο που δεν έχει πανδοχείο να ξεκουραστείς». (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]