Από το τέλος της δεκαετίας του `80 μέχρι σήμερα, οι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί φορείς της χώρας μας έχουν καταγράψει σημαντικές επιτυχίες στον τομέα των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ΓΣΠ). Τα συστήματα αυτά έχουν υιοθετηθεί από φορείς όλων των επιπέδων της δημόσιας διοίκησης. Τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα έχουν συμβάλει σημαντικά στη σχετική έρευνα, έχουν αναπτύξει αξιόλογες εφαρμογές, ενώ ορισμένες μονάδες του ιδιωτικού τομέα έχουν συχνά πρωτοστατήσει στη διαδικασία εισαγωγής και ανάπτυξης των συστημάτων. Η ετοιμότητα πολλών δημόσιων και ιδιωτικών φορέων στην επεξεργασία προωθημένων εφαρμογών ΓΣΠ είναι μεγάλη και δεν υστερεί σε τίποτε από την αντίστοιχη άλλων πρωτοπόρων χωρών. Οι όποιες αρνητικές πλευρές στον υπό συζήτηση τομέα άπτονται ζητημάτων υποδομών, σχέσεων κόστους/ωφέλειας, καθώς και ζητημάτων υστέρησης διαδικασιών οριζόντιας και κάθετης βελτιστοποίησης αποτελεσμάτων. Οι εφαρμογές ΓΣΠ αρχίζουν στη χώρα μας από ένα επίπεδο προβληματικό, με την έννοια της ύπαρξης σοβαρών κενών σε νευραλγικούς τομείς: Τα δεδομένα παράγονται, συντηρούνται και διακινούνται σε ένα πλαίσιο, από το οποίο λείπουν μηχανισμοί ελέγχου ποιότητας, τυποποίησης, συστηματικής περιοδικής ενημέρωσης, μεταπληροφορίας, καθώς και επιτυχείς διαδικασίες ευρύτατης διάδοσης με χαμηλό κόστος και ισότιμης πρόσβασης. Η παράδοση μαζικής εισαγωγής πληροφοριακών συστημάτων είναι φτωχή, με συνεπαγόμενη υποβάθμιση του σχεδιασμού των συστημάτων και της αξιολόγησής τους. Δεν υπήρξε μέριμνα πλαισίωσης και καθοδήγησης των οργανισμών, ιδιαίτερα των μικρότερων, με αποτέλεσμα την εμπειρική και βολονταριστική αντιμετώπιση, με χαμηλό όφελος και μεγάλο κόστος. Η «περίοδος χάριτος», που ίσχυε στο παρελθόν και σχετιζόταν με την ιστορική και αναπτυξιακή ιδιαιτερότητα της χώρας, έχει προ πολλού εξαντληθεί. Σήμερα, προβάλλει πλέον επιτακτική η ανάγκη άμεσης αλλαγής στάσης, με την υιοθέτηση στρατηγικής σχεδιασμού, συντονισμού και αξιολόγησης. Το έργο «Υποδομή χωρικών δεδομένων και γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών» αντιμετωπίζει τις εξελίξεις στο διεθνή και ελληνικό χώρο, προσφέροντας το κατάλληλο πλαίσιο αποτίμησης των ελληνικών αδυναμιών και ανοίγοντας το δρόμο για την αντιμετώπισή τους. Για πρώτη φορά στο συγκεκριμένο τομέα, ακολουθείται η γόνιμη, δοκιμασμένη, διεθνής, μεθοδολογική προσέγγιση της έρευνας πεδίου και της εμπειρικής αξιολόγησης. Αναφορικά με την επικαιρότητα, αξίζει να μνημονευτούν οι εν εξελίξει πρωτοβουλίες των φορέων παραγωγής δεδομένων, του ΟΚΧΕ και του επιχειρησιακού προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας» οι οποίες, με τις προϋποθέσεις που περιγράφονται εδώ, μπορούν να αλλάξουν σε σύντομο χρονικό διάστημα τη σημερινή πραγματικότητα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]