(...) Από το 1981 είχα βάλει στο μάτι τον πίνακα του Σαρτζέντ, που στολίζει το εξώφυλλο του βιβλίου. Όταν τον αντίκρισα, είπα ταραγμένος: «Αα... τούτους εδώ τους ξέρω κι ας μας χωρίζουν κάπου 100 χρόνια». Τους ήξερα, αλλά πώς; Άντε πάλι να ψάχνω μέσα σε γνώριμα βλέμματα -ένα τεράστιο στοκ βλεμμάτων. Ωστόσο, κάποια ιδιαίτερη ανάμνηση με οδήγησε από μόνη της στην υγρασία του παλιού ποτοποιείου, όπου γινόταν το «πεθαμένο λικέρ». Κι εκεί, στη γλυκιά αλκοολική σκουριά και στη σιωπή, βρήκα τους ήρωές μου. Τη Ραλλού, τον Φώτη κι εμένα. Ν` αγαπιόμαστε και να δενόμαστε με τα πιο κρυφά μυστικά, στη μυθική Κυψέλη του 1957. Παρασύρθηκα, έτσι, ζωντανεύοντας πράγματα παλιά αλλά αρωματικά και μεθυστικά, όπως το «λικέρ», όπως ο πόθος και ο φόβος των παιχνιδιών που παίζουν οι μεγάλοι -ονομάζοντας το παιχνίδι ζωή, ελπίζοντας σε κάποια σπλαχνική ασυλία. Τα παιχνίδια, όμως, δεν έχουν ανθρώπινη λογική. Είναι εκδικητικά από τη μαγική τους φύση, γιατί επιζούν και διαιωνίζονται μέσα από τα λάθη και τις αδυναμίες των παικτών τους. Πάντως, όλα ξεκίνησαν από το χαμόγελο και το βλέμμα μιας ζωγραφιάς, ένα απόγευμα στη Νέα Υόρκη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]