Ένας άνθρωπος που έχει περπατήσει πάνω από εβδομήντα χρόνια στους δρόμους μιας πολιτείας, αναμφισβήτητα είναι δεμένος μαζί της με πολλούς δεσμούς. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη δική μου σχέση με τη Θεσσαλονίκη, είναι όχι μονάχα η απέραντη αγάπη μου γι` αυτήν, αλλά κ` ένα είδος λυρικής συναναστροφής μαζί της, που μ` είχε κάμει, στα χρόνια της πρώτης μου νιότης, να της γράψω ένα ποίημα. Κι αληθινά, η κάπως ρομαντική ιδιοσυγκρασία μου, δε με βοήθησε καθόλου να συλλάβω "ιστορικά" την εικόνα της Θεσσαλονίκης. Αρνήθηκα τη μελέτη της λεπτομέρειας κι αδιαφόρησα για την ακρίβεια της χρονολογικής τοποθέτησης των γεγονότων μέσα στην ιστορία. Τη Θεσσαλονίκη θέλησα να την ιδώ "λυρικά", με μιαν όραση κυκλική, μ΄ ένα κοίταγμα πανοραματικό, στη διαρκή πορεία της, καθώς αναδίνεται, μέσα από την ομίχλη της ιστορίας, και προχωρεί, με βήμα κυματιστό, σ` ένα πραγματικά υπάρχον παρόν.
Μια αρχαία λάρνακα, τοποθετημένη μέσα σ` ένα μουσείο, είναι ένα μέλος νεκρό, αποκομμένο οργανικά από το σώμα, που εξακολουθεί ακόμα να ζει. Μας λέγει τι μπορεί κάποτε να ήταν η Θεσσαλονίκη, αλλά ποτέ δε θα μπορέσει να μας πει τι είναι τώρα. Τα μουσεία, όσο κι αν μας βοηθούν στη μελέτης της ιστορίας και της τέχνης, δεν παύουν να είναι τα νεκροταφεία του παρελθόντος. Ο ζωντανός άνθρωπος τα θαυμάζει, κάποτε συγκινείται, όπως συγκινούμαστε από την ανάμνηση προσφιλών πεθαμένων προσώπων, αλλά αρνείται να τα συνθέσει οργανικά με τη ζωή του. Αντίθετα η βυζαντινή εκκλησία, μ` όλο το βάρος και τη σκόνη της ιστορίας, δεν έχει αποκοπεί οργανικά από το ζωντανό σώμα. Ζει με τη βαθιά ανάσα των χρόνων, που αφομοιώνεται με τη σύγχρονη αναπνοή της πολιτείας.
Λίγη ιστορία
Βέβαια η ιστορία λέγει πως η Θεσσαλονίκη κτίσθηκε το 315 π.Χ. από το βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο. Πως πήρε τ' όνομα της γυναίκας του Θεσσαλονίκης, που ήταν κόρη του Φίλιππου Β' κι αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ιστορία αργότερα φέρνει στη Θεσσαλονίκη τους Ρωμαίους, που θ' αφήσουν τα σημάδια τους με την πύλη του Γαλερίου.
Η ίδια ιστορία οδηγεί στη Θεσσαλονίκη τον Απόστολο Παύλο, που περιοδεύει στη Μακεδονία, για την ίδρυση των πρώτων Χριστιανικών εκκλησιών. Μια λαϊκή παράδοση λέγει πως οι εθνικοί τον κυνήγησαν με τις πέτρες. Και πως ο Απόστολος έχασε τη χριστιανική υπομονή κ' έδωσε κατάρα ποτές να μη σηκωθούν οι πέτρες από τους δρόμους της πολιτείας. Κι από τότε η παράδοση ονομάτισε τους Θεσσαλονικείς "Παυλοκαταραμένους" κ' οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης δεν έχουν ακόμα καθαρισθεί από τις πέτρες. Έξυπνος μύθος, για να δέσει οργανικά σε ζωντανή ενότητα τον κορυφαίο Απόστολο με την πόλη και να κάμει διαρκή την παρουσία του ανάμεσά μας.
Η ιστορία έβαλε στη Θεσσαλονίκη το νεαρό αξιωματικό του Διοκλητιανού, που τον καθιέρωσε ως πολιούχο της, με το όνομα του Αγίου Δημητρίου. Και η δόξα του Αγίου μεγάλωνε μαζί με τη δόξα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Τότε ήταν που υψώθηκαν στην πόλη μνημεία λατρείας και τέχνης, οι βυζαντινές εκκλησίες. Αλλά η ιστορία φαίνεται πως είναι μια άστατη γυναίκα, γιατί αντικατέστησε στην εύνοιά της τους βυζαντινούς Αυτοκράτορες με τους Σαρακηνούς, τους Νορμανδούς, τους Φράγκους, τους Ενετούς. Τελευταίους έφερε στη Θεσσαλονίκη τους Τούρκους, για να τους κρατήσει εδώ πέντε σχεδόν αιώνες. Ήταν το 1430, είκοσι τρία χρόνια πριν από το πάρσιμο της Πόλης.
Μισόν αιώνα μετά, έστειλε κάμποσες καραβιές κατατρεγμένους Εβραίους από την Ιβηρική Χερσόνησο. Κι όταν, ύστερα από άλλους τρεις και μισό αιώνες, στα 1821, ακούστηκαν στο Μωριά οι πρώτες βροντές του Αγώνα, η ιστορία έφερε τον αχό τους ως τη Θεσσαλονίκη, για να δώσει φτερά στις ελπίδες των ραγιάδων. Ωστόσο το ξεσήκωμά τους πνίγηκε μέσα στο ίδιο τους το αίμα. Κ' έπρεπε να περάσουν άλλα ενενήντα σχεδόν χρόνια, για να φέρει η ίδια ιστορία, με προπομπούς τους Μακεδονομάχους, την ελευθερία στην πανάρχαιη αλλά πάντα ζωντανή πόλη του Αγίου Δημητρίου. Κ' έγινε τούτο στις 26 Οκτωβρίου 1912, ακριβώς τη μέρα της γιορτής του Αγίου.
Από το βιβλίο Το παραμύθι της Θεσσαλονίκης (εκδόσεις Παρατηρητής, 1997)