Ο συγγραφέας άφησε να κυλήσουν δεκαεφτά χρόνια πριν αφηγηθεί αυτή την ιστορία. Τον χειμώνα του 1943 η Γκεστάπο συνέλαβε τον αφηγητή, που ήταν τότε δεκαοχτώ χρονών και χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ζεράρ. Αφού τον κράτησε στη φυλακή της Κομπιένης, τον έστειλε ανατολικά : εκατόν είκοσι άνθρωποι, όρθιοι σ` ένα βαγόνι για ζώα, θα περάσουν πέντε εφιαλτικά μερόνυχτα ώσπου να φθάσουν στο τέρμα του ταξιδιού, ένα στρατόπεδο κοντά στη Βαϊμάρη. Τη διαδρομή διακόπτουν αδιάλειπτα αναφορές στο πολυτάραχο παρελθόν του Ζεράρ και σ` ένα μέλλον που ο αφηγητής βιώνει προκαταβολικά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ο Ζεράρ : παιδί ακόμα εξορίζεται από την Ισπανία το 1939, σπουδάζει στο Λύκειο `Ερίκος Δ``, γίνεται μέλος των ομάδων Μακί, εξορίζεται, ελευθερώνεται. Ο αφηγητής αναπλάθει αυτά τα κομμάτια του χρόνου με πεισματική απλότητα, τα χρησιμοποιεί σαν πλίνθους για να οικοδομήσει σιγά σιγά ένα παραισθησιακό πνευματικό τοπίο : η χιονισμένη κοιλάδα του Μοζέλλα, το `αγόρι από το Σεμούρ`, που πεθαίνει όρθιο στο βαγόνι, στηριγμένο στον σύντροφό του, η είσοδος στο στρατόπεδο κάτω από το θριαμβευτικό παιχνίδισμα του φωτός, η φιλία, η απελευθέρωση, ο γυρισμός.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]