Το έργο εκτυλίσσεται μέσα κι έξω από την αγροικία των Κάμποτ, στη Νέα Αγγλία, το έτος 1850. Η νότια πλευρά του σπιτιού βλέπει σ` έναν πέτρινο μαντρότοιχο, με ξύλινη εξώπορτα στο κέντρο, που βγάζει σ` έναν εξοχικό δρόμο. Το σπίτι είναι σε καλή κατάσταση, αλλά χρειάζεται βάψιμο. Οι τοίχοι του έχουνε γκριζάρει και τα πράσινα παραθυρόφυλλα έχουν ξεθωριάσει. Δύο τεράστιες λεύκες, μία σε κάθε πλευρά του σπιτιού. Γέρνουν τα μεγάλα κλαριά τους πάνω από τη στέγη, σαν να προστατεύουν και ταυτόχρονα υποτάσσουν. Σαν να συνθλίβουν, σαν ν` απορροφούν ζηλόφθονα τα πάντα. Από την άμεση επαφή τους με τους ανθρώπους του σπιτιού τόσα χρόνια, έχουν αποκτήσει τρομερή ανθρωπιά. Σκύβουν καταπιεστικά πάνω από το σπίτι. Μοιάζουνε μ` εξαντλημένες γυναίκες που ξεκουράζουν τα πλαδαρά στήθη τους, τα χέρια και τα μάγουλά τους στη στέγη, και όταν βρέχει τα δάκρυά τους κυλούν ακατάπαυστα και σαπίζουν τα ταβάνια.
Ένα μονοπάτι ξεκινάει από την ξύλινη εξώπορτα, προχωρεί δεξιά και καταλήγει στην μπροστινή είσοδο του σπιτιού. Σ` αυτή την πλευρά υπάρχει μια μικρή ξύλινη βεράντα. Ο τοίχος που βλέπουμε έχει δύο παράθυρα στον επάνω όροφο και δύο μεγαλύτερα στον κάτω. Τα δύο επάνω παράθυρα είναι οι κρεβατοκάμαρες του πατέρα και των γιων του. Στο ισόγειο αριστερά η κουζίνα, δεξιά το σαλόνι, που οι κουρτίνες του είναι πάντα τραβηγμένες.